Ο Άρθουρ Άσερ Μίλερ ήταν ένας από τους κορυφαίους Αμερικανούς θεατρικούς συγγραφείς. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο βιογράφος του, Μάρτιν Γκότφριντ, “σπάνια ένας καλλιτέχνης έχει δεχτεί τόσες πολλές επιθέσεις και συκοφαντίες στην πατρίδα του και ταυτόχρονα έχαιρε βαθιάς εκτίμησης σε όλον τον κόσμο”.
Η καθιέρωση του ήρθε με το κλασσικό έργο «ο Θάνατος του Εμποράκου», σημείο αναφοράς του θεάτρου του 20ού αιώνα, ίσως το καλύτερό του έργο κατά τους ειδικούς, μια ιστορία για μια μικροαστική Αμερικανική οικογένεια που συνεθλίβη υπό το βάρος του Αμερικανικού καπιταλισμού. Κατά σύμπτωση, η 10η Φεβρουαρίου, ημερομηνία θανάτου του, ήταν η 56η επέτειος από την πρεμιέρα του έργου αυτού.
Είχε πέσει θύμα του μακαρθισμού, καθώς καταδικάστηκε επειδή αρνήθηκε να καταδώσει συναδέλφους του με κομμουνιστική δράση στην Επιτροπή Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων. Παρ’ όλο που ενστερνίστηκε ιδέες της αριστεράς και σχετιζόταν με άτομα του Κομμουνιστικού Κόμματος, αρνήθηκε ότι ήταν ποτέ μέλος του. Επίσης, αν και δεν υπήρξε θρησκευόμενος, απέκτησε συνείδηση της εβραϊκής του ταυτότητας, αντιμετωπίζοντας τον αντισημιτισμό των προπολεμικών χρόνων και το Ολοκαύτωμα στη συνέχεια.
«Ήταν βράχος και έμοιαζε με βράχο, εννοώ ότι και η φυσική παρουσία του ήταν επιβλητική», είχε δηλώσει για τον Μίλερ ο θεατρικός συγγραφέας Χάρολντ Πίντερ στην είδηση του θανάτου του. «Ήταν ηγέτης… Απόλυτα ανεξάρτητος, με μια αταλάντευτη κριτική ευφυΐα».
Κυρίως μαζί με τον Τένεσι Ουίλιαμς και λιγότερο με τον Ευγένιο Ο’Νιλ, ο Μίλερ θεωρούνταν ένας από τους πιο γνωστούς και επιτυχημένους Αμερικανούς συγγραφείς μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ορισμένα από τα έργα του έγιναν κινηματογραφικές ταινίες, από σκηνοθέτες όπως ο Τζον Χιούστον, ο Σίντνεϊ Λουμέτ και ο Κάρελ Ράιζ.
Στις ΗΠΑ πλέον βασιλεύει ο μακαρθισμός και η δραστηριότητα της Επιτροπής Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων. Επηρεασμένος από τον αντικομουνισμό και το “κυνήγι μαγισσών” που ακολούθησε εναντίον εκπροσώπων του πνευματικού κόσμου, ο Άρθουρ Μίλερ γράφει και παρουσιάζει το αλληγορικό έργο-κατηγορητήριο “The Crucible” (“Δοκιμασία”), το οποίο, αν και δε γνώρισε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία ούτε έγινε δεκτό με εγκωμιαστικές κριτικές, του έφερε ένα Βραβείο Τόνι το 1953 κι αργότερα έγινε ένα από τα πιο πολυπαιγμένα έργα του, παρουσιαζόμενο, κατά το συγγραφέα, κάθε φορά που σε κάποια χώρα έμπαιναν σε κίνδυνο οι πολιτικές ελευθερίες ή διαφαινόταν η άνοδος ολοκληρωτικού καθεστώτος. Έτσι, κατάφερε να προσπεράσει την αρχική απροθυμία των θεατρικών παραγόντων της εποχής να ασχοληθούν με ένα τέτοιο έργο. Σύμφωνα με τον ίδιο το Μίλερ: «Εν μέρει ήταν πολιτικό θέμα και πολύς κόσμος το φοβόταν. Επίσης το κόστος του ανεβάσματος ήταν υψηλό γιατί είναι μεγάλη παραγωγή. Υπήρχαν και μερικοί που έλεγαν ότι η γλώσσα του έργου δεν θα γίνονταν κατανοητή από όλους. Δεν υπήρξε όμως τέτοιο πρόβλημα. Όλοι κατάλαβαν τη γλώσσα που χρησιμοποίησα».
Το 1954, του αφαιρείται το διαβατήριο κι έτσι δεν καταφέρνει να παραστεί στην πρεμιέρα της “Δοκιμασίας” στις Βρυξέλλες. Οδηγείται για κατάθεση, κατηγορούμενος ότι είχε διασυνδέσεις με αριστερούς. Αρνείται να καταδώσει ονόματα υπόπτων για κομουνιστική δράση, καταδικάζεται από το Κογκρέσο το 1957, αλλά αθωώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο το 1958. Παράλληλα, έχει χωρίσει με την πρώτη του σύζυγο, Μαίρη Σλάτερι, παλιά του συμφοιτήτρια, καθώς νιώθει ότι δεν ήταν συναισθηματικά κοντά ο ένας στον άλλο: “Είχα πάντα την αίσθηση ότι σύρθηκα σε αυτόν τον γάμο, παρά τον αποφάσισα”, θα παραδεχτεί πολύ αργότερα ο ίδιος. Την είχε παντρευτεί το 1940 και είχε αποκτήσει δυο παιδιά, την Τζέιν και το Ρόμπερτ. Παράλληλα, οι συνθήκες στο Χόλιγουντ εκείνη την εποχή, λόγω τηςΜαύρης Λίστας και όσων είχαν καταδώσει ονόματα υπόπτων, οδήγησαν στην αποξένωση του Μίλερ από τον Ελία Καζάν, με τον οποίο ήταν συνεργάτες σε πολλά από τα έργα του και τους συνέδεε φιλία, καθώς ο Μίλερ είχε μιλήσει ανοιχτά εναντίον της κίνησης του Καζάν να κατονομάσει κατηγορούμενους συναδέρφους του.
Το 1955 ανεβαίνουν τα δυο του μονόπρακτα “Από Δευτέρα σε Δευτέρα” (“A memory of two Mondays”), στο οποίο σκηνικό αποτελεί η αποθήκη στην οποία εργαζόταν τον καιρό της Ύφεσης, και “Ψηλά από τη Γέφυρα” (“A view from the bridge”), το οποίο ασχολείται με τους παράνομους Ιταλούς μετανάστες στη Νέα Υόρκη που στέλνουν χρήματα στην πατρίδα τους, τη Σικελία. Διασκευάζεται σε έργο δυο πράξεων και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία σε Λονδίνο και Παρίσι. Γίνεται επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, του απονέμεται τιμητική διάκριση από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και το 1956, ύστερα από τη γνωριμία τους το 1951, παντρεύεται την ηθοποιό Μέριλιν Μονρόε, η οποία μεταστράφηκε στον Ιουδαϊσμό. O συγγραφέας Νόρμαν Μέιλερ περιέγραψε γλαφυρότατα τη σχέση αυτή ως “τη στιγμή που το Μεγάλο Αμερικανικό Μυαλό συνάντησε το Μεγάλο Αμερικανικό Κορμί”. Χωρίζουν το 1961, λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων και τρόπου ζωής. Για τη Μέριλιν έχει δηλώσει ο ίδιος: “Ήταν μια γυναίκα στοιχειωμένη από τα φαντάσματα μιας δυστυχισμένης παιδικής ηλικίας, την οποία δεν κατάφερε να βάλει ποτέ πίσω της και να δει τον κόσμο σαν αναγεννημένη ενήλικη. […] Ηταν η πιο δυστυχισμένη γυναίκα που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου”.
Ο δεύτερος γάμος του Μίλερ ήταν με την Μέριλιν Μονρόε. Χώρισαν το 1961, ένα χρόνο πριν το θάνατό της
Το 1962, παντρεύεται με την Ίνγκε Μόρατ, φωτογράφο αυστριακής καταγωγής, με την οποία συνεργάστηκε σε ταξιδιωτικά βιβλία για την Κίνα και τη Ρωσία. Μαζί της έκανε μια κόρη, τη Ρεμπέκα, ηθοποιό, σεναριογράφο και σκηνοθέτη, σύζυγο σήμερα του ηθοποιού Ντάνιελ Ντέι Λιούις, ο οποίος τη γνώρισε κατά τα γυρίσματα της μεταφοράς του έργου “The Crucible” στον κινηματογράφο το 1996.
Στα τέλη του ’50, ο Μίλερ σταμάτησε να γράφει για το θέατρο και ασχολήθηκε με τη συγγραφή σεναρίων για τον κινηματογράφο. Το 1960, σε μια από τις τελευταίες προσπάθειές του να κρατήσει κοντά σε αυτόν και στην πραγματικότητα τη Μέριλιν Μονρόε, η οποία είχε αρχίσει να καταφεύγει στα ναρκωτικά, ο Μίλερ έγραψε το πρώτο του κινηματογραφικό σενάριο, των “Αταίριαστων” (“The Misfits”), όπου πρωταγωνιστούσαν η Μονρόε, οΚλαρκ Γκέιμπλ κι ο Μοντγκόμερι Κλιφτ. Η ταινία αποτέλεσε εμπορική αποτυχία, αλλά κάποιοι κριτικοί πιστεύουν ότι είναι από τις καλύτερες ερμηνείες της Μέριλιν. Η ταινία δεν αποδείχτηκε καθόλου ευοίωνη για τους πρωταγωνιστές της: ο Γκέιμπλ πέθανε δεκαπέντε μέρες μετά το τέλος των γυρισμάτων, ο Κλιφτ είχε αρχίσει ήδη την κατάχρηση χαπιών και αλκοόλ που τον οδήγησαν στο θάνατο έξι χρόνια μετά και η Μέριλιν εμφανιζόταν τελευταία φορά στο κοινό.
Η θεατρική του δραστηριότητα επανήλθε το 1964 με τα έργα “Επεισόδιο στο Βισύ” (“Incident at Vichy”) και “Μετά την πτώση” (“After the fall”), το πιο προσωπικό και ενδοσκοπικό έργο του, στο οποίο διακρίνονται αυτοβιογραφικά στοιχεία από το γάμο του με τη Μονρόε, κάτι για το οποίο επικρίθηκε, αλλά το έργο στάθηκε και η αφορμή να επανενωθεί με τον Ελία Καζάν. Συνεχίστηκε το ανέβασμα θεατρικών έργων κατά τις επόμενες δεκαετίες, τα οποία ωστόσο δεν καταφέρνουν να φτάσουν τις προηγούμενες επιτυχίες του. Το 1965, αποδέχτηκε την προεδρία στον οργανισμό PEN International, την ένωση ποιητών, συγγραφέων, δοκιμιογράφων και άλλων εκπροσώπων της λογοτεχνίας, και έγινε ολοένα και πιο δραστήριος στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των λογοτεχνών.
Θεωρώ το θέατρο μια σοβαρή υπόθεση, που κάνει ή θα έπρεπε να κάνει τον άνθρωπο ανθρώπινο, με άλλα λόγια λιγότερο μόνο. |
Άρθουρ Μίλερ |
Όταν ο Άρθουρ Μίλερ εμφανίζεται στη θεατρική σκηνή των ΗΠΑ, το θέατρο στις Ηνωμένες Πολιτείες κυριαρχείται από τα είδη του μελοδράματος και του μιούζικαλ: αν και κάποια άλλα είδη κάνουν την εμφάνισή τους, η σύνδεσή τους με το γερμανικό εξπρεσιονισμό τα καθιστά βραχύβια.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Άρθουρ Μίλερ, ο Ευγένιος Ο’Νιλ και ο Τένεσι Ουίλιαμς ανανεώνουν την εργογραφία και το ύφος του αμερικανικού θεάτρου. Ο Μίλερ αντλεί τη θεματογραφία του μέσα από τη ζωή και προβάλλει το ανθρώπινο δίλημμα για την εκλογή ανάμεσα στο καλό και το κακό. Τα έργα του περιέχουν αξίες για την ανθρώπινη ύπαρξη και την εξάρτηση του ατόμου από τον κοινωνικό του περίγυρο, ενώ δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην οικογένεια, την ηθική και την ατομική υπευθυνότητα. Ο παραγωγός του Μπρόντγουεϊ Ρόμπερτ Γουάιτχεντ, που είχε συνεργαστεί πολλάκις με το Μίλερ, αναφέρει ότι στο έργο του “υπάρχει μια σχεδόν συνειδητή ανάγκη να γίνει το φως που θα λάμψει μες στον κόσμο. Προσπάθησε να βρει απαντήσεις σε αυτό που έβλεπε γύρω του και χαρακτηριζόταν ως ένας κόσμος όπου δεν υπήρχε δικαιοσύνη”.
Παράλληλα, πηγάζουν από βιώματα του ίδιου ή από σκηνές στην ίδια την πόλη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, τη Νέα Υόρκη. Για παράδειγμα, η ιστορία του “Ήταν όλοι τους παιδιά μου” προέρχεται από την αφήγηση μιας γειτόνισσάς του στον πόλεμο, η ιστορία του πρώτου έργου που ανέβασε, του “Ο άνθρωπος που ήταν πολύ τυχερός”, ήταν εμπνευσμένη από τον πλούσιο και επιτυχημένο ξάδερφο της πρώτης του συζύγου, Μαίρη Σλάτερι, ενώ την ιστορία του “Ψηλά από τη γέφυρα” την άκουσε από κάποιο λιμενεργάτη σε ένα πεζοδρόμιο. Ακόμα και το θεατρικό έργο «The Crucible», που κατέκρινε την παράνοια, τις διώξεις και τις καταπατήσεις πολιτικών ελευθεριών και εισήγαγε τον όρο “κυνήγι μαγισσών” στον 20ό αιώνα, έκανε το κοινό να ταυτίσει τους δικαστές του Σάλεμ του 1692με την Επιτροπή Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων. Ωστόσο, αν και το έργο αναγνωρίστηκε σε αξία από το κοινό αργότερα, ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει: “Κατάπληκτος έβλεπα να περνούν πλάι μου άνθρωποι που ήξερα χρόνια χωρίς να με χαιρετίσουν καν και με βασάνιζε η σκέψη ότι ο τρόμος αυτών των ανθρώπων είχε σχεδιαστεί και καλλιεργηθεί”.
Στα έργα του, ο Άρθουρ Μίλερ ποικίλει σε ύφος, μεταβαίνοντας από το ρεαλισμό στον εξπρεσιονισμό[31] (“Ο θάνατος του εμποράκου”) και τον ιμπρεσιονισμό (“Μετά την πτώση”). Όσον αφορά τις πηγές έμπνευσης και επιρροής του, είχε δηλώσει ο ίδιος ότι αποτελούσε πρότυπό του η αρχαία ελληνική τραγωδία, ενώ φαίνεται ότι έχει επηρεαστεί πολύ και από το έργο του Ίψεν. Ανανέωσε το “κοινωνικό δράμα”, καταγγέλλοντας τα οξεία ζητήματα της εποχής του και ασκώντας κριτική στην αμερικανική κοινωνία: στο ρατσισμό της, την κερδοσκοπία, τη μισαλλοδοξία και την αναισθησία μπροστά στην αποτυχία και ανημποριά.