Γεννήθηκε στο Νιούπορτ Νιουζ της Βιρτζίνιας. Η μητέρα της μετακόμισε μαζί της στη βιομηχανική πόλη Γιόνκερς, βόρεια της Νέας Υόρκης. Πίεσε την Έλλα να ασχοληθεί με το τραγούδι και εκείνη έβαλε το όνομά της σε λίστα υποψηφίων διαγωνισμού στο θέατρο Apollo του Χάρλεμ το 1934.
Έχοντας κερδίσει σε αρκετούς διαγωνισμούς ταλέντου, στα μέσα της δεκαετίας του ’30 γνώρισε τον Μπένι Κάρτερ και μέσω αυτού τον Τσικ Γουέμπ, οποίος ήταν αρχηγός και ντράμερ της προσωπικής του ορχήστρας. Μαζί του ηχογράφησε τις πρώτες μεγάλες επιτυχίες της, όπως το «Α-Tisket, Α-Tasket» και το «Undecided». Πέντε χρόνια αργότερα σημειώθηκε ο θάνατος του Γουέμπ και η Φιτζέραλντ έγινε αρχηγός του συγκροτήματος για τα επόμενα δύο χρόνια, ώσπου την ανακάλυψε ο Νόρμαν Γκρανζ, που ήταν ιδιοκτήτης της μοναδικής τζαζ δισκογραφικής εταιρείας Verve, και έγινε μάνατζέρ της.
Η φωνή της ήταν μικρής έντασης και σχεδόν παιδική στη χροιά, ωστόσο διακρινόταν για το εξαιρετικό μεγάλο εύρος της . Ξεχώρισε, σε σύγκριση με άλλες σύγχρονες τραγουδίστριες, ως προς τον τρόπο προφοράς της, την αίσθηση του τόνου, τη γλυκύτητα της φωνής της και την ικανότητά της να αυτοσχεδιάζει όπως ένας οργανοπαίχτης στο σαξόφωνο ή στην τρομπέτα.
Η Έλλα Φιτζέραλντ είχε ένα μοναδικό τρόπο να συνδυάζει τα τραγούδια μεταξύ τους και να τα τραγουδά το ένα μετά το άλλο. Το τραγούδι της το οποίο πέρασε στις μεγαλύτερες επιτυχίες παγκοσμίως είναι το «Every time we say goodbye». Έχει συνεργαστεί με τους Λούις Άρμστρονγκ, Κάουντ Μπέιζι, Ντιουκ Έλινγκτον και Όσκαρ Πήτερσον.