Μπορεί ένα κτίριο να χαρακτηριστεί ως μνημείο ακόμα και αν έχει κατεδαφιστεί και δεν έχει απομείνει τίποτα να το θυμίζει;
Το παραπάνω ερώτημα απασχόλησε το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, κατά την πρόσφατη συνεδρίασή του. Αντικείμενο συζήτησης αποτέλεσε το κτίριο της οδού Ραβινέ 15 στο Κολωνάκι, μια άλλοτε περίτεχνη διώροφη κατοικία με εντυπωσιακό καμπύλο προστώο, έργο που συνδυάζει στις δύο φάσεις κατασκευής του (δεκαετίες 1920 και 1950) την αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου και στοιχεία του μοντέρνου κινήματος. Σήμερα δεν έχει απομείνει τίποτα στην οδό Ραβινέ να τη θυμίζει.
Αν και δεν υπάρχει πια, το κτίριο έχει αφήσει «παρακαταθήκη» δυο αποφάσεις- σταθμούς του Συμβουλίου της Επικρατείας που εκδόθηκαν για την τύχη του. Με τις αποφάσεις αυτές ακυρώνονταν παλαιότεροι μη χαρακτηρισμοί των υπουργείων Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, τα οποία αποφάσισαν με γνώμονα ότι η κατεδάφιση τμημάτων του κτιρίου (η κατεδάφιση ξεκίνησε το 2008 από την ιδιοκτήτρια κατασκευαστική εταιρεία έπειτα από άδεια της αρμόδιας πολεοδομίας του δήμου Αθηναίων) το αποστερούσε από τα ενδιαφέροντα μορφολογικά του στοιχεία.
Έπειτα από προσφυγή της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας Monumenta και κατοίκων της περιοχής στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο αποφάνθηκε το 2013 ότι «το κτίσμα δεν στερείται της αυθεντικότητάς του, προκειμένου να χαρακτηρισθεί ως μνημείο, εκ μόνου του λόγου ότι έχουν καταστραφεί, αφαιρεθεί ή κατεδαφισθεί τα ιδιαιτέρως αξιόλογα αρχιτεκτονικά ή μορφολογικά του στοιχεία, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά μπορεί να αποκατασταθούν, όπως προβλέπει ο νόμος».
Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η πρόεδρος της Monumenta, Ειρήνη Γρατσία, επρόκειτο για απόφαση- σταθμό, γιατί για πρώτη φορά ορίζει την έννοια της αυθεντικότητας του μνημείου, όχι με βάση τα συγκεκριμένα υλικά με τα οποία κατασκευάστηκε, «αλλά τη μαρτυρία του μνημείου για τον ανθρώπινο βίο και δημιουργία και τη διαμέσου αυτού διατήρηση χάρη των επόμενων γενεών της ιστορικής συνέχειας και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η αυθεντικότητα του μνημείου είναι η αυθεντικότητα της μαρτυρίας του και όχι των συγκεκριμένων υλικών με τα οποία είχε αρχικά κατασκευαστεί, όπως μέχρι σήμερα εσφαλμένα εννοούσαν οι υπηρεσίες του ΥΠΠΟ την αυθεντικότητα».
Η απόφαση του ΣτΕ οδήγησε στην αναπομπή του θέματος στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων για νέα νόμιμη κρίση, που συζητήθηκε στην πρόσφατη συνεδρίασή του. Ωστόσο, η ιδιοκτήτρια εταιρεία είχε ήδη προλάβει το περασμένο καλοκαίρι να ολοκληρώσει την κατεδάφιση του κτιρίου.
Στη συνεδρίαση του ΚΣΝΜ, η νομική σύμβουλος του κράτους στο υπουργείο, Ελένη Σβολοπούλου, εκτίμησε ότι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αναφέρεται σε περιπτώσεις μερικής καταστροφής κτιρίων και όχι στην πλήρη εξαφάνισή του, όπου δεν υπάρχει η υλική υπόστασή του.
Έτσι, τα μέλη του ΚΣΝΜ γνωμοδότησαν ομόφωνα ότι το θέμα είναι άνευ αντικειμένου εξαιτίας του γεγονότος ότι το κτίριο δεν υπάρχει πια. Επίσης, δέχτηκαν και την εισήγηση της αρμόδιας Διεύθυνσης Προστασίας Αναστήλωσης Νεωτέρων και Σύγχρονων Μνημείων ότι ούτε προ της κατεδάφισης το κτίριο διέθετε τα απαραίτητα στοιχεία για την κήρυξή του.