Οι διάφορες τροφές (γιαούρτι, κεφίρ κ.α.), καθώς και τα παραφαρμακευτικά σκευάσματα που περιέχουν ζωντανά “καλά” βακτήρια, γνωστά ως προβιοτικά, στην πραγματικότητα είναι συχνά άχρηστα, ενώ μερικές φορές μπορεί να αποδειχθούν και επιβλαβή για την υγεία, ακόμη και όταν λαμβάνονται μετά από μια θεραπεία με αντιβιοτικά, σύμφωνα με δύο νέες μικρές ισραηλινές επιστημονικές έρευνες.
Όχι μόνο ο κάθε άνθρωπος αντιδρά πολύ διαφορετικά στα προβιοτικά (αρκετοί δεν αντιδρούν καθόλου), αλλά επιπλέον τα προβιοτικά μπορούν όχι να επισπεύσουν, αλλά αντίθετα να καθυστερήσουν την αποκατάσταση των «καλών» μικροοργανισμών του εντέρου μετά από τη λήψη αντιβιοτικών.
Τα προβιοτικά έχουν αποκτήσει φήμη διεθνώς ως ωφέλιμα για το έντερο και κατά συνέπεια γενικότερα για την υγεία, αλλά οι νέες μελέτες (οι οποίες πάντως θα πρέπει να επιβεβαιωθούν από άλλες μεγαλύτερες) μάλλον απομυθοποιούν τα οφέλη τους. Δείχνουν ότι, για να έχουν πραγματική ωφέλεια, τα προβιοτικά πρέπει να χορηγούνται με εξατομικευμένο τρόπο, προσαρμοσμένα στις πραγματικές ανάγκες κάθε ανθρώπου – πράγμα που σήμερα δεν γίνεται.
Οι ερευνητές του Τμήματος Ανοσολογίας του Ινστιτούτου Επιστημών Weizmann, με επικεφαλής τον δρα Εράν Ελινάβ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιοϊατρικής “Cell”, σύμφωνα με το BBC, τη «Γκάρντιαν» και το “New Scientist”, χορήγησαν επί ένα μήνα σε 15 υγιείς εθελοντές ένα «κοκτέιλ» προβιοτικών αποτελούμενο από 11 κοινά “καλά” βακτήρια (Lactobacillus, Bifidobacteria κ.α.) ή εναλλακτικά ένα εικονικό σκεύασμα (πλασίμπο).
Στη συνέχεια, οι συμμετέχοντες ναρκώθηκαν και ελήφθησαν από αυτούς μέσω ενδοσκοπίου κολονοσκόπησης δείγματα από διάφορα σημεία του στομάχου, καθώς επίσης του λεπτού και του παχέος εντέρου, για να διαπιστωθεί κατά πόσο τα προβιοτικά είχαν αποικίσει με επιτυχία το γαστρεντερικό σύστημα και αν είχαν επιφέρει θετικές αλλαγές στη λειτουργία του.
Διαπιστώθηκε ότι στους μισούς εθελοντές τα προβιοτικά βακτήρια δεν είχαν παραμείνει καθόλου στον οργανισμό τους, ενώ στους υπόλοιπους υπήρχαν στο έντερο, αλλά αργά ή γρήγορα εκτοπίσθηκαν από τα προϋπάρχοντα μικρόβια.
Ο Ελινάβ δήλωσε ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να περιμένει κανείς ότι τα προβιοτικά, αν αγορασθούν στα «τυφλά» από το σουπερμάρκετ ή το φαρμακείο, θα «δουλέψουν» για τον καθένα.
Σε μια δεύτερη παρεμφερή μελέτη στο ίδιο επιστημονικό περιοδικό, οι ισραηλινοί ερευνητές εξέτασαν σε 21 ανθρώπους την επίπτωση των προβιοτικών μετά τη λήψη αντιβιοτικών ευρέος φάσματος. Αντίθετα με αυτό που ελπίζει κανείς όταν παίρνει προβιοτικά μετά από μια θεραπεία με αντιβιοτικά, δηλαδή να αποκαταστήσει γρήγορα τους πληθυσμούς των “καλών” βακτηρίων, στην πραγματικότητα, όπως έδειξε η έρευνα, τα προβιοτικά οδήγησαν σε καθυστερημένη έως και κατά έξι μήνες επανάκαμψη του οικοσυστήματος των “καλών” μικροβίων.
«Τα προβιοτικά σαφώς εμπόδισαν το μικροβίωμα να επιστρέψει στην αρχική κατάστασή του. Αυτό ήταν κάτι πολύ αναπάντεχο και ανησυχητικό για εμάς. Είναι η πρώτη φορά που διαπιστώνεται κάτι τέτοιο. Αντίθετα με το τρέχον δόγμα ότι τα προβιοτικά είναι αβλαβή και ωφελούν τους πάντες, τα ευρήματά μας αποκαλύπτουν ότι η χρήση τους μετά από αντιβιοτικά μπορεί να έχει αρνητικές παρενέργειες με πιθανές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις» ανέφερε ο Ελινάβ.
Τα τελευταία χρόνια, οι επιστήμονες δίνουν όλο και μεγαλύτερη σημασία στον ρόλο που παίζει -για καλό ή για κακό- το μικροβίωμα, το οποίο περιλαμβάνει όλο το πλήθος των βακτηρίων, ιών, μυκήτων και άλλων μικροοργανισμών μέσα στο ανθρώπινο σώμα. Από τα κύτταρα που υπάρχουν μέσα σε ένα άνθρωπο, υπολογίζεται ότι μόνο το 43% είναι ανθρώπινα, ενώ τα υπόλοιπα ανήκουν σε μικρόβια που ζουν στο έντερο, στο δέρμα και σε άλλα μέρη.
Μερικές μελέτες έχουν παράσχει ενδείξεις ότι τα προβιοτικά μπορούν να βοηθήσουν σε περιπτώσεις διάρροιας ή του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου, αλλά οι επιπτώσεις τους δεν έχουν ακόμη μελετηθεί εκτενώς. Οι περισσότερες μελέτες βασίζονται σε δείγματα κοπράνων, αλλά είναι αβέβαιο κατά πόσο αυτά τα δείγματα πραγματικά αντανακλούν τα βακτήρια που ζουν στο έντερο. Γι’ αυτό οι ισραηλινοί ερευνητές έλαβαν απευθείας δείγματα από το ίδιο το έντερο και, όπως είπαν, επιβεβαίωσαν ότι τα κόπρανα δεν αποτελούν αξιόπιστο δείκτη για το εντερικό μικροβίωμα.
Οι Ισραηλινοί επιστήμονες ανακοίνωσαν μάλιστα ότι για πρώτη φορά βρήκαν ένα τρόπο να προβλέπουν αν τα προβιοτικά θα «πιάσουν» σε έναν άνθρωπο, με βάση το «προφίλ» του προϋπάρχοντος μικροβιώματος και των γονιδίων του, αλλά αυτό θα πρέπει να επιβεβαιωθεί από άλλες μελέτες. Προς το παρόν, είναι ασαφές γιατί αρκετοί άνθρωποι αντιστέκονται πλήρως στα προβιοτικά και άλλοι είναι πιο δεκτικοί.