Εναν χρόνο πριν από την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ενωση, στις 29 Μαρτίου 2019, οι διαπραγματεύσεις που θα διαμορφώσουν τη μελλοντική σχέση ανάμεσα στις δύο πλευρές απέχουν πολύ από την ολοκλήρωσή τους.
Την περασμένη Παρασκευή κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής των Βρυξελλών, η Ενωση των 27 υιοθέτησε τις «κατευθυντήριες γραμμές» που θα καθοδηγήσουν τον ευρωπαίο διαπραγματευτή Μισέλ Μπαρνιέ στις συνομιλίες για το «πλαίσιο της μελλοντικής σχέσης» που θα ξεκινήσουν παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις για τους όρους του διαζυγίου.
Το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποχωρήσει από την Ενωση στις 29 Μαρτίου 2019, δηλαδή δύο χρόνια αφού ενεργοποίησε επισήμως την διαδικασία διαζυγίου με την ΕΕ και σχεδόν τρία χρόνια μετά το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016 στο οποίο το 52% των Βρετανών ψήφισε υπέρ της εξόδου.
Αυτή η ημερομηνία μπορεί να μετακινηθεί, εάν υπάρξει συμφωνία γι΄αυτό ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Το Λονδίνο και οι Βρυξέλλες έφθασαν σε προκαταρκτική συμφωνία τον Δεκέμβριο για τα τρία θέματα κλειδιά: τον λογαριασμό της εξόδου, τα δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών και τα σύνορα ανάμεσα στην βρετανική επαρχία της Βόρειας Ιρλανδίας και την Δημοκρατία της Ιρλανδίας.
Επ΄αυτού του τελευταίου θέματος, που έχει δημιουργήσει ένταση μεταξύ των δύο στρατοπέδων, σε νέο σχέδιο συμφωνίας που παρουσιάστηκε την περασμένη εβδομάδα οι Βρετανοί δέχθηκαν να ενσωματώσουν την έννοια «του κοινού ρυθμιστικού χώρου» που θα περιλαμβάνει την Ευρωπαϊκή Ενωση και τη Βόρεια Ιρλανδία, τουλάχιστον μέχρι να υπάρξει πρόταση για άλλη ικανοποιητική λύση.
«Οι ευρωπαίοι ηγέτες θα αξιολογήσουν τον Ιούνιο εάν το ιρλανδικό θέμα έχει επιλυθεί και με ποιον τρόπο θα προχωρήσουν σε μία κοινή διακήρυξη σχετικά με την μελλοντική σχέση» με το Ηνωμένο Βασίλειο, εξήγησε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ.
Σε ό,τι αφορά τους πολίτες, προβλέπεται ότι τα δικαιώματα των περισσοτέρων των τριών εκατομμυρίων Ευρωπαίων που ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και των άνω του ενός εκατομμυρίου Βρετανών που ζουν στην ΕΕ θα διασφαλισθούν και ότι θα μπορέσουν να ζητήσουν το καθεστώς του μόνιμου κατοίκου.
Τέλος, το Ηνωμένο Βασίλειο δέχθηκε να συνεχίσει τη συμβολή του στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης μέχρι το 2020 και να εκπληρώσει όλες τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει. Αυτό αντιστοιχεί σε ένα ποσόν 40 έως 45 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας της στη Φλωρεντία στις 22 Σεπτεμβρίου 2017, η Τερέζα Μέι ζήτησε τη διατήρηση των σημερινών σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ενωση κατά τη διάρκεια μίας διετούς μεταβατικής περιόδου μετά το Brexit για να αποφευχθεί η αιφνιδιαστική αλλαγή των κανόνων για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Οι 27 ενέκριναν στο τέλος του Ιανουαρίου την αρχή «μίας μετάβασης status quo» με τη διατήρηση της ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών, υπηρεσιών και προσώπων, αλλά κατά τη διάρκεια της οποίας το Λονδίνο δεν θα λαμβάνει μέρος στη λήψη των αποφάσεων στην ΕΕ. Η μετάβαση αυτή θα διαρκέσει μέχρι το τέλος του 2020.
Η μελλοντική εμπορική σχέση
Το Ηνωμένο Βασίλειο θέλει να αποχωρήσει από την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση για να μπορέσει να διαπραγματευθεί τις δικές του εμπορικές συμφωνίες και να θέσει τέλος στην ελεύθερη κυκλοφορία των ευρωπαίων πολιτών, αλλά παράλληλα θέλει «την ευρύτερη δυνατή» συμφωνία ελευθέρου εμπορίου με την Ενωση.
Η Τερέζα Μέι έχει ωστόσο παραδεχτεί ότι, αφού θα έχει εγκαταλείψει την ενιαία αγορά, «η ζωή θα είναι διαφορετική» για τη χώρα της.
Η ΕΕ επιμένει ότι μία μελλοντική συμφωνία ελευθέρου εμπορίου θα πρέπει να διατηρήσει το αδιαίρετο της ενιαίας αγοράς, υπενθυμίζοντας για πολλοστή φορά μία από τις βασικές αρχές της διαπραγμάτευσης: δεν υπάρχει εμπορική σχέση α λα καρτ, κατά τομείς.
Το θέμα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, που ενδιαφέρει ειδικότερα το City του Λονδίνου, δεν περιλαμβάνεται στις κατευθυντήριες γραμμές, αλλά θίγεται σε χωριστή δήλωση με την οποία οι 27 ζητούν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προτείνει μηχανισμό ισοδύναμων για να επιτραπεί στον βρετανικό χρηματοπιστωτικό τομέα να συνεχίσει να έχει πρόσβαση στην ηπειρωτική Ευρώπη. Αλλά θα είναι ανά πάσα στιγμή ανακλητός από τις Βρυξέλλες.
Ελλείψει συμφωνίας, το Ηνωμένο Βασίλειο θα εφάρμοζε τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, που είναι συνώνυμοι με την επιβολή τελωνειακών και δασμολογικών φραγμών.