Σχεδόν τρία χρόνια αφότου άρχισε η πανδημία του νέου κορωνοϊού, πόσοι είναι οι νεκροί; Τα δεδομένα είναι ελλιπή, οι καταμετρήσεις αποκλίνουν — όμως οι ειδικοί συμφωνούν γενικά ότι SARS-CoV-2 σκότωσε πολύ περισσότερους απ’ ό,τι δείχνουν οι επίσημοι αριθμοί.
Τα δεδομένα τα οποία έχει στη διάθεσή του ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) κάνουν λόγο για 6,5 εκατομμύρια θανάτους μέχρι σήμερα. Όμως ομάδες ερευνητών, συμπεριλαμβανομένων του ΠΟΥ καθώς και του Τύπου, για παράδειγμα του περιοδικού The Economist, συγκλίνουν στην εκτίμηση πως ο αριθμός των θανάτων στην πραγματικότητα «βρίσκεται μεταξύ των 18 και των 20 εκατομμυρίων» κι ακόμα κι αυτοί οι αριθμοί «πιθανόν είναι υποτιμημένοι», θα πει στο Γαλλικό Πρακτορείο ο επιδημιολόγος Αντουάν Φλαό.
Η εκτιμήσεις τους βασίζονται στη λεγόμενη «πλεονάζουσα θνησιμότητα», που ορίζεται ως η διαφορά ανάμεσα στον παρατηρούμενο αριθμό θανάτων και τον αναμενόμενο αριθμό θανάτων εάν δεν είχε εκδηλωθεί η πανδημία.
Η πλεονάζουσα θνησιμότητα συμπεριλαμβάνει τόσο τους θανάτους που οφείλονταν άμεσα στην ασθένεια που προκαλεί ο ιός, όσο και αυτούς που προκλήθηκαν από έμμεσες αιτίες.
Η Ινδία είναι η χώρα που συνέβαλε περισσότερο στην πλεονάζουσα θνησιμότητα, που έφθασε τα 4,74 εκατομμύρια θανάτους, σύμφωνα με το συγκεκριμένο μοντέλο υπολογισμού, η μεθοδολογία του οποίου όμως αμφισβητείται έντονα από το Νέο Δελχί.
Ακολουθεί η Ρωσία (1,03 εκατ.).Όμως είναι η Λατινική Αμερική η περιοχή όπου το μοντέλο αναδεικνύει τη μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα στον αναμενόμενο αριθμό θανάτων (με βάση τον μέσο όρο προηγούμενων ετών) και τον εκτιμώμενο πραγματικό αριθμό θανάτων. Στο Περού, για παράδειγμα, η πλεονάζουσα θνησιμότητα είναι διπλάσια από ό,τι σε φυσιολογικές περιόδους.
Ο αριθμός των θανάτων εξαιτίας της COVID-19 παραμένει λεπτό ζήτημα· υποτιμήθηκε σε κάποιες χώρες, παρουσιάστηκε πολύ μικρότερος απ’ ό,τι ήταν σε άλλες, ειδικά στις αρχές της πανδημίας.
Ενοχοποιούνται επίσης τα αποσπασματικά ως ανύπαρκτα δεδομένα σε κάποιες χώρες. «Για σχεδόν τις μισές χώρες του κόσμου, η παρακολούθηση της υπερβάλλουσας θνησιμότητας δεν είναι δυνατή με τα δεδομένα που έχουμε διαθέσιμα», τόνιζαν ερευνητές του ΠΟΥ σε άρθρο τους στο περιοδικό Nature.
Στην Αφρική ειδικά, μηνιαία δεδομένα για τα αίτια των θανάτων δεν μπορούν να βρεθούν παρά για έξι χώρες από τις 47.
Το να αποδοθεί κάποιος θάνατος στην COVID-19 είναι δύσκολη υπόθεση. «Όταν ο θάνατος επέρχεται μέσα σε νοσοκομείο ανεπτυγμένης χώρας, όπου η διάγνωση (της COVID) είχε γίνει ήδη, είναι εφικτό να αποδοθεί —ή όχι— στον ιό» όμως εκτός νοσοκομείων, για παράδειγμα σε γηροκομεία, οι γιατροί «γενικά δεν διαθέτουν αρκετές πληροφορίες για να καταλήξουν σε συμπέρασμα», υπογραμμίζει ο Αντουάν Φλαό.
Σύμφωνα με το Institute for Health Metrics and Evaluation με έδρα το Σιάτλ, που έκανε στα μέσα του μήνα εκτιμήσεις για την εξέλιξη της θνητότητας, ο αριθμός των νεκρών εξαιτίας της COVID-19 στην Κίνα ενδέχεται να φθάσει τους περίπου 300.000 την 1η Απριλίου και να ξεπεράσει το εκατομμύριο μέσα στο 2023.
Στη χώρα αυτή μεγάλος αριθμός ανθρώπων ουδέποτε ανοσοποιήθηκε λόγω της πολιτικής zero COVID, μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν έχει εμβολιαστεί ή δεν έχει εμβολιαστεί πλήρως.
Η εμπειρία του Χονγκ Κονγκ, όπου πέθαναν 10.000 άνθρωποι τους πρώτους μήνες του κύματος της Όμικρον, προμηνύεται υψηλό δείκτη θανάτων.
Την περασμένη εβδομάδα, οι κινεζικές αρχές διευκρίνισαν πως μόνο οι θάνατοι που οφείλονταν άμεσα σε αναπνευστική ανεπάρκεια λόγω της COVID-19 καταμετρώνται πλέον. Αυτή η αλλαγή μεθοδολογίας σημαίνει ότι ο πραγματικός αριθμός τους θα υποτιμηθεί.
«Χρειαζόμαστε αξιόπιστα δεδομένα» για να «μπορέσουμε να παραμείνουμε μπροστά από τον ιό», τόνισε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Αλί Μόκνταντ, καθηγητής ειδικευμένος στη συγκέντρωση και την αποτίμηση δεδομένων για τη δημόσια υγεία στο (IHME). Η γνώση του απολογισμού των θυμάτων επιτρέπει να χαράσσονται κατευθύνσεις για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων για τη δημόσια υγεία.
«Για να βγούμε από αυτή την κρίση, ο κόσμος πρέπει να μπορεί να παρακολουθεί τη θνησιμότητα και τη θνητότητα με δεδομένα σε πραγματικό χρόνο, αξιόπιστα και αξιοποιήσιμα», κρίνουν επίσης ειδικοί του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)