Ο τίτλος της εγκατάστασης είναι «Η Τιμωρία»: ένα ρομποτικό χέρι γράφει, ξανά και ξανά, υποσχέσεις ότι δεν θα κυνηγήσει ανθρώπους. Το πορτοκαλί χέρι κάθεται σε ένα τυπικό ξύλινο σχολικό θρανίο και γράφει την ίδια φράση –«δεν πρέπει να κυνηγώ ανθρώπους»– σε ένα μπλοκ μπροστά του.
Ο Βιλάς-Μποάς θεωρεί αυτή την «υποχρέωση» ως «προληπτική τιμωρία για την πιθανή μελλοντική απειθαρχία του». Η φράση που γράφει το ρομποτικό χέρι είναι ευθεία αναφορά στον συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Ισαάκ Ασίμοφ, ο οποίος, το 1942, διατύπωσε τους Τρεις Νόμους της Ρομποτικής: το ρομπότ πρέπει να αποφύγει να τραυματίσει ανθρώπους, πρέπει να τους προστατέψει από οτιδήποτε μπορεί να τους βλάψει, και πρέπει να υπακούει στις εντολές τους.
«Οι τεχνολογίες συγχωνεύονται με μεγάλη ταχύτητα, κυρίως η ρομποτική και η τεχνητή νοημοσύνη» εξηγεί ο Βιλάς-Μποάς. «Σε αυτή τη λογική, εύκολα μπορούμε να φανταστούμε όλο και πιο πολλά ρομπότ με ικανότητα να αντιλαμβάνονται, να κατανοούν και να επικοινωνούν μαζί μας. Εδώ, πρόκειται για καθαρή περίπτωση δυστοπικής ανθρωπομορφοποίησης» τόνισε.
Συνεργάστηκε με τον Κουνταμί –ο οποίος ήδη χρησιμοποιούσε το ρομποτικό χέρι, εξερευνώντας τρόπους ενσωμάτωσης της ρομποτικής στην αρχιτεκτονική– για να δημιουργήσουν μαζί μια σειρά εντολές για τη μηχανή.
«Η ρομποτική και η τεχνητή νοημοσύνη μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στο μέλλον» υποστηρίζει ο Βιλάς-Μποάς. «Κι αυτός μπορεί να είναι ένας πολύ θετικός ρόλος, απελευθερώνοντας τους ανθρώπους από τον μέγιστο φόρτο εργασίας και δημιουργώντας αξία, κατανεμημένη στην κοινωνία με πολύ πιο δίκαιο τρόπο».
Επισημαίνει, όμως, ότι «αυτό το σενάριο προϋποθέτει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο και, πιθανά, στο κοντινό μέλλον, μια μαζικών διαστάσεων μάχη στην κοινωνία. Αν δεν συμβεί αυτό, τότε στα σίγουρα θα σταθούμε μάρτυρες της ανάπτυξης του επισφαλούς περιθωρίου της κοινωνίας μας».