Μποϊκοτάζ της ρωσικής βότκας πραγματοποιούν επιχειρήσεις από τις ΗΠΑ έως την Αυστραλία, σε μία συμβολική κίνηση στήριξης στην Ουκρανία, όπου για έκτη ημέρα σήμερα οι ρωσικές δυνάμεις βομβαρδίζουν ουκρανικές πόλεις.
Τουλάχιστον τρεις κυβερνήτες στις ΗΠΑ (σε Νιου Χάμσαϊρ, Οχάιο και Γιούτα) απαγόρευσαν τις πωλήσεις αλκοολούχων ποτών ρωσικής προέλευσης, ενώ αρκετοί Ιδιοκτήτες μπαρ έχυσαν τα μπουκάλια βότκας που είχαν στο μαγαζί σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη ρωσική εισβολή.
Ο κυβερνήτης της Γιούτα, Σπένσερ Κοξ, ζήτησε το Σάββατο από τα καταστήματα ποτών να αφαιρέσουν από τα ράφια «όλα τα προϊόντα ρωσικής παραγωγής και ρωσικής επωνυμίας», εξηγώντας ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αποτελεί «κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Σύμφωνα με το CNN, σε παρόμοια ανακοίνωση προχώρησε και ο κυβερνήτης του Νιου Χάμσαϊρ, Κρις Σουνούνου, ζητώντας επίσης την απομάκρυνση των «ρωσικής κατασκευής και ρωσικής επωνυμίας οινοπνευματωδών ποτών».
Ο κυβερνήτης του Οχάιο, Mike DeWine, διέταξε το τμήμα εμπορίου της πολιτείας να μποϊκοτάρει όλη τη βότκα που παράγει η Russian Standard, πλήττοντας επίσης τις πωλήσεις της Green Mark Vodka.
Ακολούθως και στη Βιρτζίνια ζητήθηκε η αφαίρεση όλων των βοτκών και ρωσικών προϊόντων.
Βρετανική Κολούμπια, Οντάριο, Αλμπέρτα και η Μανιτόμπα δήλωσαν ότι σταματούν τις πωλήσεις εισαγόμενου ρωσικού αλκοόλ ως αντίδραση για την απρόκλητη στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας.
Την ίδια στιγμή, στην Αυστραλία δύο από από τις μεγαλύτερες αλυσίδες πώλησης οινοπνευματωδών ποτών, η Dan Murphy’s και η BWS, αποφάσισαν να προχωρήσουν σε μποϊκοτάζ της ρωσικής βότκας.
Μία αλυσίδα λιανικής στη Νέα Ζηλανδία κατέβασε από τα ράφια της εκατοντάδες μπουκάλια βότκας – συμπεριλαμβανομένων και γνωστών επωνυμιών, όπως η Ivanov και η Russian Standard – και τα αντικατέστησε με σημαίες της Ουκρανίας.
Αντιστοίχως, κάποιοι από τους Ευρωπαίους γείτονες της Ρωσίας έχουν αρχίσει να μποϊκοτάρουν διάφορα προϊόντα. Στη Φινλανδία, η εταιρεία Alko Oy – που έχει το μονοπώλιο στο αλκοόλ – σταμάτησε να πουλάει 20 διαφορετικά είδη βότκας, ενώ υπάρχουν πιέσεις στα καταστήματα εστίασης να πράξουν ομοίως.
Το μποϊκοτάζ στη ρωσικό βότκα, όπως αναφέρουν οι New York Times, έχει περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα, καθώς δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος μίας οικονομικής στρατηγικής.
Η βότκα έχει μακρά παράδοση στη ρωσική κουλτούρα. Οι Times την είχαν περιγράψει κάποτε ως «ένα αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής ζωής». Άχρωμο και άοσμο μπορεί να συνδυαστεί με πολλούς τρόπους και να δημιουργηθούν πολλά κοκτέιλ.
Για αυτό πήρε μεγάλη θέση στην αγορά των ΗΠΑ και έθεσε ψηλά τα ανταγωνιστικά στάνταρ σε παρασκευαστές από διάφορες χώρες.
Παρά το γεγονός πως 76,9 εκατομμύρια κιβώτια βότκας των εννέα λίτρων πουλήθηκαν στις ΗΠΑ το 2020, με έσοδα 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τους οινοπνευματοποιούς, το μερίδιο της Ρωσίας στην αγορά δεν ήταν τόσο μεγάλο.
Η Ρωσία αντιπροσώπευε λίγο περισσότερο από το 1% της βότκας που εισήχθη στις ΗΠΑ το 2017.
Αντίθετα, σύμφωνα με τους New York Times, η Γαλλία αποτελεί τον κορυφαίο εισαγωγέα βότκας στις ΗΠΑ, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 39% των εισαγωγών. Ανάμεσα στις μάρκες που εισάγονται από τη Γαλλία είναι οι Grey Goose, Cîroc, Gallant και MontBlanc
Οι υπόλοιποι κορυφαίοι εισαγωγείς βότκας στις ΗΠΑ είναι η Σουηδία (18%, με μάρκες όπως η Absolut και η DQ), η Ολλανδία (17%), η Λετονία (10%), η Βρετανία (5%) και η Πολωνία (5%).
Το ζήτημα γίνεται ακόμα πιο σύνθετο, αν αναλογιστεί κάποιος ότι οι περισσότερες βότκες πλέον παράγονται σε πολλές χώρες και όχι μόνο στη Ρωσία. Για παράδειγμα, η δημοφιλής Stolichnaya παράγεται στη Λετονία και τα κεντρικά γραφεία της εταιρείας Stoli Group βρίσκονται στο Λουξεμβούργο.
Αντίστοιχα, όπως αναφέρει το CNN, η Smirnoff ανήκει στον βρετανικό κολοσσό Diageo και η παραγωγή της για την αμερικανική αγορά γίνεται σε εργοστάσιο στο Ιλινόις.
Μόνο η Russian Standard, καθώς και η λιγότερο γνωστή Green Mark, εισάγονται όντως στις ΗΠΑ από τη Ρωσία. Η μητρική της εταιρεία, η Roust International, ανήκει στον Ρώσο ολιγάρχη Ρουστάμ Ταρίκο.