Το κύμα των κινητοποιήσεων κατά του ρατσισμού και των διακρίσεων θέτει ένα κρίσιμο ζήτημα: τις αποζημιώσεις για ένα αποικιοκρατικό και ρατσιστικό παρελθόν που δεν λέει να εξαφανιστεί. Οσο πολύπλοκο κι αν είναι, το θέμα αυτό δεν μπορεί να διαιωνίζεται, ούτε στις ΗΠΑ ούτε στην Ευρώπη.
Προς το τέλος του εμφυλίου πολέμου, το 1865, ο Ρεπουμπλικανός Λίνκολν υποσχέθηκε στους απελευθερωμένους σκλάβους ότι θα λάμβαναν μετά τη νίκη ένα μουλάρι και 160 στρέμματα γης. Η ιδέα ήταν να αποζημιωθούν για πολλές δεκαετίες κακομεταχείρισης και απλήρωτης εργασίας και να τους δοθεί η δυνατότητα για ένα μέλλον όπου θα δούλευαν ως ελεύθεροι άνθρωποι. Αν το πρόγραμμα αυτό είχε υιοθετηθεί, θα αποτελούσε μια αγροτική ανακατανομή μεγάλου μεγέθους, εις βάρος των πρώην ιδιοκτητών σκλάβων.
Όταν όμως οι μάχες σταμάτησαν, η υπόσχεση ξεχάστηκε. Κανένας νόμος δεν ψηφίστηκε και το μουλάρι μαζί με τα 160 στρέμματα έγινε το σύμβολο της εξαπάτησης των παλιών σκλάβων. Ο σκηνοθέτης Σπάικ Λι, μάλιστα, έδωσε ειρωνικά αυτό το όνομα στην εταιρεία παραγωγής του. Οι Δημοκρατικοί ανέκτησαν τον έλεγχο του Νότου και επέβαλαν φυλετικές διακρίσεις για έναν ακόμη αιώνα, μέχρι το 1960. Και πάλι δεν επιδικάστηκε στη συνέχεια καμιά αποζημίωση.
Αλλα ιστορικά επεισόδια είχαν περιέργως διαφορετική έκβαση. Το 1988, το Κονγκρέσο υιοθέτησε έναν νόμο που επιδίκαζε 20.000 δολάρια στους Αμερικανοϊάπωνες που είχαν φυλακιστεί στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αποζημίωση δόθηκε στους 80.000 από τους 120.000 Αμερικανοϊάπωνες που ήταν ακόμη ζωντανοί το 1988. Κάτι ανάλογο στους Αφροαμερικανούς που είχαν πέσει θύματα διακρίσεων θα είχε ισχυρή συμβολική σημασία.
Στη Βρετανία, όπως και στη Γαλλία, η κατάργηση της δουλείας συνοδεύτηκε πάντοτε από μια αποζημίωση των ιδιοκτητών. Για τους «φιλελεύθερους» διανοούμενους όπως ο Τοκβίλ και ο Σελσέρ, αυτό ήταν αυτονόητο: αφού είχαν στερηθεί οι ιδιοκτήτες αυτοί την περιουσία τους (την οποία είχαν αποκτήσει νομίμως), θα έπρεπε να αποζημιωθούν. Οσο για τους παλιούς σκλάβους, θα έπρεπε να μάθουν να είναι ελεύθεροι δουλεύοντας σκληρά. Το μόνο τους προνόμιο ήταν μια μακροχρόνια σύμβαση με τον εργοδότη τους.
Όταν καταργήθηκε η δουλεία στη Βρετανία, το 1833, δόθηκε σε 4.000 ιδιοκτήτες ως αποζημίωση το 5% του βρετανικού ΑΕΠ, που σε σημερινές τιμές αντιστοιχεί σε 120 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτά τα ποσά οδήγησαν σε πολλές από τις σημερινές περιουσίες.
Ανάλογες αποζημιώσεις επιδικάστηκαν το 1848 στη Ρεϊνιόν, στη Γουαδελούπη, στη Μαρτινίκα και στη Γουιάνα. Το 2001, στη διάρκεια των συζητήσεων για τον χαρακτηρισμό της δουλείας ως εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, η Κριστιάν Τομπιρά μάταια προσπάθησε να πείσει τους συναδέλφους της βουλευτές να συγκροτήσουν μια επιτροπή που να εξετάσει την ιδέα της παροχής αποζημιώσεων σε απογόνους σκλάβων.
Η πιο ακραία αδικία είναι αναμφισβήτητα η περίπτωση του Αγιου Δομίνικου, που ήταν στο επίκεντρο των νησιών με σκλάβους των Γάλλων μέχρι το 1791, οπότε επαναστάτησε και το 1804 απέκτησε την ανεξαρτησία του με το όνομα Αϊτή. Το 1825, το γαλλικό κράτος επέβαλε στη χώρα ένα τεράστιο χρέος (300% του ΑΕΠ της Αϊτής εκείνης της εποχής) ώστε να αποζημιώσει τους γάλλους ιδιοκτήτες για την απώλεια των σκλάβων τους. Το νησί κουβάλησε αυτό το φορτίο μέχρι το 1950 και πλήρωσε μεγάλους τόκους σε γάλλους και αμερικανούς τραπεζίτες.
Η Αϊτή ζητά σήμερα από τη Γαλλία να της επιστραφεί αυτό το ποσό (κάπου 30 δισεκατομμύρια ευρώ σε σημερινές τιμές) και είναι δύσκολο να μην της δώσει κανείς δίκιο. Το να αρνείται κανείς να συζητήσει το χρέος που αναγκάστηκαν να πληρώσουν οι Αϊτινοί επειδή έπαψαν να είναι σκλάβοι συνιστά μια τεράστια αδικία.
Το ίδιο ισχύει και με τα ονόματα των δρόμων και των αγαλμάτων. Δεν είναι βέβαια εύκολο να καθορίσει κανείς τα όρια ανάμεσα στα καλά και τα κακά αγάλματα. Όπως συμβαίνει όμως και με την κατανομή των ιδιοκτησιών, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να ακολουθήσουμε τους δημοκρατικούς κανόνες. Η άρνηση της συζήτησης οδηγεί σε διαιώνιση της αδικίας.
Πέρα από αυτή τη δύσκολη, αλλά αναγκαία συζήτηση για τις αποζημιώσεις, πρέπει να στραφούμε και προς το μέλλον. Για να απαλλάξουμε την κοινωνία από το βάρος του ρατσισμού και της αποικιοκρατίας, πρέπει να αλλάξουμε το οικονομικό σύστημα, μειώνοντας τις ανισότητες και εξασφαλίζοντας ίση πρόσβαση όλων στην εκπαίδευση, στην εργασία και στην ιδιοκτησία.
(*) Ο Τομά Πικετί είναι γάλλος οικονομολόγος
(Πηγή: Le Monde)