Έχουν περάσει 40 χρόνια από τότε που όλοι στην Καμπότζη έτρεμαν μόνο στο άκουσμα του ονόματός του και 12 χρόνια αφότου συνελήφθη και καταδικάσθηκε δις σε ισόβια «για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», «γενοκτονία, αξανδραποδισμό, βασανιστήρια, διώξεις για πολιτικούς, φυλετικούς και θρησκευτικούς λόγους». Για πάρα πολλούς νέους, το όνομα του Νουόν Τσέα, που έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 93 ετών, δεν σημαίνει τίποτα.
Όμως, κατά τη διάρκεια του στυγερού καθεστώτος των Κόκκινων Χμερ, που ήθελε να επιβάλει μία αγροτική κοινωνία χωρίς προνόμια, τάξεις και διανοούμενους, όλοι τον γνώριζαν ως «Αδελφό υπ’ αριθμ. δύο», ιεραρχικά κατώτερο από τον ηγέτη Πολ Ποτ, τον επικεφαλής του υπερμαοϊκού κομμουνιστικού μοντέλου, του οποίου ο Τσέα ήταν ο πρωταρχικός και δογματικός ιδεολόγος.
Μαζί με τον πρώην πρόεδρο Χιέου Σαμπχάν, ο οποίος στα 88 του είναι ακόμη εν ζωή, ο Τσέα ήταν ένας από τους δύο τελευταίους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος της «Δημοκρατικής Καμπουτσέα» που ακόμη επιζούσαν για να υπενθυμίζουν στην ανθρωπότητα τη φρικαλεότητα ενός καθεστώτος που ευθύνεται για τη μεγαλύτερη γενοκτονία στη σύγχρονη Ιστορία. Σε λιγότερο από μία πενταετία (1975-1979) σφαγιάσθηκε το ένα τέταρτο του πληθυσμού των Χμερ, περίπου δύο με τρία εκατ. άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Ο Τσέου, που γεννήθηκε ως Λάου Κιμ Λορν στις 7 Ιουλίου 1926 από ευκατάστατους Σινο-Χμερ γονείς, και ήταν επίσης γνωστός με τα προσωνύμια Λονγκ Μπουνρουότ και Ρουνγκλοέτ Λαοντί, συνελήφθη μόλις το 2007 και καταδικάστηκε δις σε ισόβια το 2014 και μετά το 2018 από το Ειδικό Δικαστήριο του ΟΗΕ στην Πνομ Πενχ. Ο ίδιος είχε εκφράσει «οδύνη», αλλά ποτέ όμως μεταμέλεια, για τα εγκλήματα που, όπως τόνισε, διαπράχθηκαν «σκόπιμα ή χωρίς πρόθεση, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι το γνώριζε ή όχι». Εντούτοις, ήταν ο ίδιος, σύμφωνα με τους καμποτζιανούς δικαστές, ένας από τους κύριους υπευθύνους για τη γενοκτονία των Βιετναμέζων και των πληθυσμών Χαμ, που σφαγιάσθηκαν πριν από την άφιξη των βορειοβιετναμικών δυνάμεων, που χάρις στην εισβολή τους απελευθέρωσαν τη χώρα από το καθεστώς του Λον Νολ. Σύμφωνα με τα σοβιετικά αρχεία, εκείνος που κάλεσε τους Βορειοβιετναμέζους να εισβάλουν δεν ήταν ο Πολ Ποτ, αλλά ο συνεργάτης του Νουόν Τσέα . Μάλιστα, οι Βιετναμέζοι εμπιστεύονταν περισσότερο τον Τσέα έναντι του Πολ Ποτ και ήλπιζαν πως θα πρωτοστατούσε στην ανατροπή του. Οι ελπίδες τους διαψεύσθηκαν και όταν οι Βιετναμέζοι κατέλαβαν την Πνομ Πενχ το 1979 ο Τσέου εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση από πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής του Κόμματος και κατέφυγε στο Παϊλίν, ένα από τα τελευταία προπύργια των Κόκκινων Χμερ, όπου ζούσε και ο Πολ Ποτ μέχρι τον θάνατό του το 1998 κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες.
Απέναντι στον Πολ Ποτ ο Τσέου διατηρούσε πάντοτε τη φήμη του πιο ευγενικού και μετριοπαθούς πολιτικού. Ο ίδιος πάντοτε θέλησε να υπερασπιστεί τον ρόλο των Κόκκινων Χμερ στην ιστορία της χώρας του. «Δεν θέλω οι επόμενες γενιές να παρερμηνεύσουν την Ιστορία. Δεν θέλω να πιστεύουν πως οι Κόκκινοι Χμερ ήσαν κακοί κι εγκληματίες», είχε δηλώσει το 2011. Για τον ίδιο ούτε και οι ομαδικοί τάφοι ήταν έργο των Χμερ, αλλά των βιετναμικών δυνάμεων. Ο Νουόν Τσέα παραδόθηκε με τους τελευταίους πιστούς άνδρες του το 1998, αφού εξασφάλισε από τον πρόεδρο Χουν Σεν την υπόσχεση πως δεν επρόκειτο να δικασθεί. Μία υπόσχεση που τηρήθηκε για εννέα χρόνια, έως την παρέμβαση του ΟΗΕ και τη σύσταση του Ειδικού Δικαστηρίου.
Ήταν ο εκπρόσωπος του Ειδικού Δικαστηρίου εκείνος που μετέδωσε την είδηση του θανάτου του Νουόν Τσέα στο «Νοσοκομείο της Φιλίας Χμερ Σοβιέτ», όπου εξέτιε λόγω ασθένειας την ποινή του.