Εννέα σοβαρά ιατρικά επεισόδια εμφάνισε η Τζωρτζίνα από τον Απρίλιο του 2021 πριν καταλήξει στις 29 Ιανουαρίου 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας του Τμήματος Ανθρωποκτονιών.
Στο περίπου 18 σελίδων διαβιβαστικό που εστάλη στην Εισαγγελία αναφέρονται συγκεκριμένα στοιχεία που κατέστησαν κεντρικό πρόσωπο της έρευνας την 33χρονη μητέρα του παιδιού. Αναφέρεται μάλιστα και η φράση που είπε η μητέρα στους γιατρούς μία μέρα πριν το παιδί της καταλήξει. «Τα επεισόδια που είδατε δεν είναι τίποτα. Το μεγάλο επεισόδιο δεν το έχει κάνει ακόμα» τους ανέφερε προκαλώντας τους μεγάλη έκπληξη.
Βασικό στοιχείο της δικογραφίας αποτελεί το γεγονός ότι τα εννέα επεισόδια που εμφάνισε το κοριτσάκι, είτε στο Νοσοκομείο της Πάτρας, είτε στο Παίδων Αγλαΐα Κυριακού, ήταν ενόσω βρισκόταν σε θάλαμο και όχι σε ΜΕΘ και ενώ ήταν υπό την εποπτεία της μητέρας της χωρίς την παρουσία άλλου συγγενικού προσώπου. Τα περιστατικά της Τζωρτζίνας ξεκίνησαν στις 8 Απριλίου 2021 λίγες ημέρες μετά τον θάνατο της 6 μηνών αδελφής της Ίριδας.
«Τα επεισόδια αυτά χαρακτηρίζονται αιφνίδια και μάλιστα σε δύο από αυτά ενεργοποιήθηκε ο βηματοδότης» αναφέρεται στο διαβιβαστικό.
Επίσης, έγιναν εξετάσεις για τα γονίδια, εξειδικευμένος γενετικός έλεγχος και εξετάστηκαν όλα τα σύνδρομα που προκαλούν αιφνίδιο θάνατο με αρνητικό αποτέλεσμα σε όλα.
Οι αστυνομικοί τονίζουν πως όταν η 9χρονη μεταφέρθηκε από το Ωνάσειο στο Παίδων η κατηγορούμενη, σύμφωνα με τις καταθέσεις των μαρτύρων, ζήτησε από την εφημερεύουσα γιατρό να μείνει σε μονόκλινο δωμάτιο με την κόρη της. Ο πατέρας της Τζωρτζίνας βρέθηκε στο νοσοκομείο το πρώτο βράδυ της νοσηλείας στο δωμάτιο του παιδιού ενώ όλες τις άλλες ημέρες ήταν μόνη της η μητέρα.
Σύμφωνα με το διαβιβαστικό η μητέρα, δήλωσε ότι γνώριζε να χορηγεί τα φάρμακα από τη γαστροστομία και γι αυτό αποφασίστηκε να τα δίνει η ίδια στο παιδί.
Μέσα στο νοσοκομείο το παιδί παρουσίασε νέα επεισόδια και εξαιτίας αυτών, δόθηκε εντολή στο νοσηλευτικό προσωπικό να σταματήσει την χορήγηση των φαρμάκων η μητέρα αλλά να το κάνει αποκλειστικά η νοσοκόμα. Η μητέρα σύμφωνα με καταθέσεις, είχε ρωτήσει να μάθει αν υπάρχουν κάμερες ασφαλείας στο δωμάτιο αιτιολογώντας το ενδιαφέρον της για τον φόβο κλοπών καθώς άφηνε, όπως είπε, τα πράγματα της.
Την κρίσιμη ημέρα, στις 29 Ιανουαρίου, λίγο πριν από τις 14.30, μία από τις νοσηλεύτριες είδε την μητέρα να πλησιάζει περπατώντας προς το γραφείο νοσηλείας σαν να έψαχνε κάποιον νοσηλευτή.
Ο τρόπος που περπατούσε και το γεγονός ότι δεν καλούσε σε βοήθεια, έδωσαν στη νοσηλεύτρια την εντύπωση ότι θα ζητούσε κάποιο σεντόνι ή κάτι άλλο.
Πλησιάζοντας τη νοσηλεύτρια της είπε κάτι χαμηλόφωνα που εκείνη δεν το άκουσε και δεν το κατάλαβε. Όταν η νοσηλεύτρια κατάλαβε ότι το παιδί έκανε πάλι επεισόδιο ενημέρωσε την γιατρό που εφημέρευε και σε λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκαν στο θάλαμο του παιδιού.
Κατά την είσοδό τους στο θάλαμο, είδαν ότι το παιδί είχε κυάνωση, ήταν απνοϊκό και τόσο η γιατρός όσο και η νοσηλεύτρια παρατήρησαν ότι το οξύμετρο που ήταν συνδεδεμένο με το παιδί δεν ακουγόταν, ο χαρακτηριστικός ήχος που κάνει, όταν πέσουν οι σφυγμοί του παιδιού. Το παιδί διασωληνώθηκε και πάλι και λίγο αργότερα 15:50 κατέληξε.
Από την αξιολόγηση του υλικού οι αρχές καταλήγουν πως το επεισόδιο εξελίχθηκε ραγδαία και πως κανένας από τους γιατρούς και τους νοσηλευτές δεν χορήγησε στο παιδί κεταμίνη.
Σημειώνεται δε ότι η μητέρα ήταν συνέχεια παρούσα και κοντά στο παιδί. Στις 28 Ιανουαρίου μία ημέρα πριν το παιδί πεθάνει, η μητέρα φέρεται να είπε στους γιατρούς «αυτά τα επεισόδια που είδατε δεν είναι τίποτα. Το μεγάλο επεισόδιο δεν το έχει κάνει ακόμα». Στο διαβιβαστικο αναφέρεται ότι «τα λεγόμενα της κατηγορουμένης έκαναν αίσθηση στους γιατρούς γιατί από τα δεδομένα που είχαν, τίποτε δεν προμήνυε ένα μεγάλο επεισόδιο».
Τέλος επισημαίνεται ότι «όταν εκδηλώθηκε το τελευταίο επεισόδιο η κατηγορούμενη ήταν ψύχραιμη κατά τη διάρκεια των απεγνωσμένων προσπαθειών των γιατρών να σώσουν το παιδί».