“Ο ρατσισμός, η βία και οι έλεγχοι στοιχείων παραμένουν συνήθης πρακτική στην Ευρώπη”, υπενθυμίζει σήμερα ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (FRA), παροτρύνοντας τα κράτη μέλη να σταθούν στο ύψος της παγκόσμιας αγανάκτησης που προκάλεσε ο θάνατος του Τζορτζ Φλόιντ.
Σε μια μεγάλη έρευνα του 2018, ο Οργανισμός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το 30% των ανθρώπων με μαύρο δέρμα δηλώνουν ότι έχουν πέσει θύματα ρατσισμού και το 24% ισχυρίζεται πως τους σταμάτησε η αστυνομία μέσα στα πέντε χρόνια που προηγήθηκαν της μελέτης. Ο FRA πήρε συνέντευξη από 5.800 Ευρωπαίους με εμφανή αφρικανική καταγωγή.
Μόνο το 22% των ανθρώπων που δηλώνουν πως έχουν δεχθεί επίθεση είχαν υποβάλει καταγγελία σε αστυνομικό τμήμα, με την απροθυμία τούτην να δικαιολογείται από τον σκεπτικισμό τους ως προς την έκβαση της ενέργειάς τους αυτής ή από τη δυσπιστία τους απέναντι στην αστυνομία.
Πάντοτε σύμφωνα με την έρευνα αυτή, η αστυνομία σταματά και ελέγχει τους άνδρες τρεις φορές πιο συχνά από τις γυναίκες κατά τους ελέγχους στοιχείων στον δρόμο, οι οποίοι κατά το ήμισυ γίνονται αντιληπτό ότι βασίζονται στα εθνοτικά χαρακτηριστικά του ελεγχόμενου, μία πρακτική που θεωρείται παράνομη.
“Ουδείς θα πρέπει να φοβάται ότι θα συλληφθεί μόνο και μόνον επειδή είναι μαύρος”, δήλωσε ο διευθυντής του FRA Μάικλ Ο’ Φλάερτι στο δελτίο Τύπου που δημοσιεύθηκε σήμερα.
Ο ευρωπαϊκός οργανισμός δημοσίευσε κατά κύριο λόγο έναν οδηγό για την ευαισθητοποίηση των αστυνομικών στις νόμιμες πρακτικές του ελέγχου, βάσει πολλαπλών κριτηρίων και όχι μόνο των φυλετικών.
Η παγκόσμια κοινή γνώμη ευαισθητοποιήθηκε μετά τον θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ από ασφυξία στις 25 Μαΐου στη Μινεάπολη. Ο 46χρονος Αφροαμερικανός υπέκυψε έπειτα από πίεση με το γόνατο που είχε βάλει στο λαιμό του ένας λευκός αστυνομικός για περίπου εννέα λεπτά κατά τη διάρκεια μιας σύλληψης. Η αγανάκτηση για την αργή αγωνία του, προξένησε ένα κλίμα έντασης που όμοιό του δεν έχουν βιώσει οι Ηνωμένες Πολιτείες από τη δεκαετία του 1960 και το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων.