Ο ζωγράφος Πoλ Γκογκέν (Παρίσι 1848- Μαρκησίες Νήσοι 1903) κοιτάζει κατάματα τον θεατή, μέσα από έναν καθρέπτη που ο θεατής φαντάζεται ότι παρατηρεί ο δημιουργός, προκειμένου να ζωγραφίσει μία από τις πολλές του αυτοπροσωπογραφίες. Μόνο που αυτή τη φορά το κύριο χαρακτηριστικό στο πρόσωπό του είναι τα γυαλιά. Τα χαρακτηριστικά του και το βλέμμα του δεν έχουν εκείνη τη συνήθη υπεροπτική ματιά και τη σιγουριά, τα χέρια του δεν είναι ορατά. Είναι φανερό πως η σύφιλη και τα καρδιακά προβλήματα τον έχουν καταβάλει. Επιπλέον, αναμένεται μία νέα καταδίκη για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ιθαγενών της Γαλλικής Πολυνησίας κι η κόπωση και η απελπισία είναι έκδηλη στη στάση του. Ο πίνακας αναδεικνύεται ιδίως από τα καθαρά χρώματα και το πάλλευκο πουκάμισό του Γκογκέν, που ξεχωρίζει έντονα στο σκοτεινό υπόβαθρο του πίνακα, τον οποίο δεν πρόλαβε να καλύψει με άλλες αποχρώσεις.
Είναι η τελευταία γνωστή αυτοπροσωπογραφία του Γκογκέν, με ημερομηνία 1903 και είναι το έργο που κλείνει την έκθεση «Γκογκέν, προσωπογραφίες», που φιλοξενεί η Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, αφιερωμένη σε έναν από τους πιο ριζοσπαστικούς Γάλλους μεταϊμπρεσιονιστές και θα διαρκέσει από τις 7 Οκτωβρίου έως τις 26 Ιανουαρίου του ερχόμενου χρόνου. Στις αίθουσες εκτίθενται 50 έργα, που διατρέχουν τις διάφορες εποχές της καινοτόμου κι επαναστατικής πορείας του Γάλλου ζωγράφου, αναδεικνύοντας πως ριζοσπαστικοποίησε ένα συμβατικό είδος αναπαράστασης, την προσωπογραφία. Αν και τη μερίδα του λέοντος έχουν οι πίνακες, στην έκθεση περιλαμβάνονται επίσης σχέδια, γλυπτά και χαρακτικά. Έργα που προέρχονται από διάσημα μουσεία, όπως του Ορσαί, της Εθνικής Πινακοθήκης της Ουάσινγκτον, του Καναδά, του Τόκιο και του Βασιλικού Μουσείου του Βελγίου.
Στο επίκεντρο, από την αρχή έως την κατάληξη της έκθεσης, είναι φυσικά οι αυτοπροσωπογραφίες του ίδιου του Γκογκέν. Κι όπου δεν βρίσκεται η μορφή του, πανταχού παρούσα είναι η προσωπικότητά του στην εκτέλεση των πορτραίτων που αφορούν πρόσωπα που ανήκουν στο περιβάλλον του. Ακόμη και στα βάζα με λουλούδια, ξεχειλίζει η ελκυστική και υπεροπτική προσωπικότητά του. Ο διευθυντής της πινακοθήκης Γκαμπριέλε Φινάλντι εξηγεί πως η έκθεση είναι αφιερωμένη σε έναν από τους πιο νάρκισσους καλλιτέχνες, με μία αυτοεκτίμηση που είναι δύσκολο να συναντήσεις σε άλλον και με έναν αδιαφιλονίκητο προσωπικό μαγνητισμό στους άλλους.
«Το πορτραίτο είναι μία πτυχή του έργου του που έχει τύχει μικρής ανάλυσης έως τώρα. Μαζί με τους ερευνητές της Καναδικής Πινακοθήκης έχουμε φθάσει σε μοναδικά και καινοτόμα συμπεράσματα για το πώς ζωγραφίζει αυτό που ζωγραφίζει ο Γκογκέν, το θέμα του έργου του είναι ο ίδιος. Υπήρξαν κι άλλοι, προηγούμενοι ζωγράφοι, όπως ο Ντύρερ, ή ο Ρέμπραντ που μας έδωσαν πολλές αυτοπροσωπογραφίες, όμως δεν είναι πάντοτε οι ίδιοι το θέμα τους. Έχουν διαφορετικούς σκοπούς», τονίζει ο Φινάλντι, φέροντας ως παράδειγμα τον πίνακα «Ο Χριστός στον Κήπο των Ελαιών» του 1889, όπου ζωγραφίζει εαυτόν ως τον Ιησού.
Ο ίδιος ο Φινάλντι προβλέπει πως η έκθεση θα έχει μεγάλη επιτυχία, ενώ ένας από τους συνεπιμελητές, ο Κρίστοφερ Ριοπέλ υπογραμμίζει πως διατρέχοντας τις αίθουσες κάποιος μπορεί να καταλάβει πώς η περιπετειώδης ζωή του Γκογκέν έχει συμβάλλει σε μέγιστο βαθμό στη φήμη του ως καλλιτέχνη.
Γιός ενός Γάλλου δημοσιογράφου και μίας Κρεολής Περουβιανής, ο Γκογκέν ορφάνεψε από πατέρα στην ηλικία των τριών ετών. Η μητέρα του αποφάσισε να εγκαταλείψει το Παρίσι και να μετακομίσει στο Περού, όπου ο μικρός Πολ πέρασε την παιδική του ηλικία, με λιγοστή έφεση στα μαθήματα, αλλά μεγάλη αγάπη στα ταξίδια. Σε μεγάλες περιόδους της ζωής του εργάσθηκε στο εμπορικό ναυτικό, ή έκανε περιουσία σαν χρηματιστής, ενώ την ίδια στιγμή αυξανόταν το ενδιαφέρον του για τη ζωγραφική.
Το 1883 αποφάσισε να παρατήσει τα πάντα για να αφιερωθεί στην τέχνη. Για τρία χρόνια εγκαταλείπει την οικογένειά του για να εγκατασταθεί στη Βρετάνη και να εργασθεί με άλλους καλλιτέχνης. Οι νήσοι του Ειρηνικού θα είναι ο τελικός σταθμός και πεπρωμένο του. Η έκθεση συνοδεύεται από ένα ωριαίο ντοκιμαντέρ για τη ζωή του, που κάποιος μπορεί να παρακολουθήσει στο αμφιθέατρο της πινακοθήκης.
Μετά την πρώτη αίθουσα με τις οκτώ (από τις 12 συνολικά) αυτοπροσωπογραφίες του, εκτίθενται στη συνέχεια τα πορτραίτα άλλων που φιλοτέχνησε ο Γκογκέν. Όπως όμως τονίζουν οι διοργανωτές, είτε αυτά έγιναν κατόπιν παραγγελίας (όπως το γνωστό «Νεαρή από τη Βρετάνη» (1889), που απογοήτευσε τους παραγγελιοδότες του), είτε όχι, ανεξάρτητα από την κοινωνική θέση και καταγωγή του μοντέλου του, «ο Γκογκέν ζωγραφίζει τον ίδιο του τον εαυτό». Διηγείται την εσωτερική του πάλη όταν απαθανατίζει τον Βαν Γκογκ, ή περιγράφει την προσωπική του ανησυχία για τη ζωή στις αποικίες, όταν αποφασίζει να μετατραπεί σε «Καλό Άγριο» στις εσχατιές των Γαλλικών κτήσεων, στην Παπέετε της Ταϊτής.
Αυτή η περίοδος στην Ωκεανία θα αποδειχθεί η πιο πολύπλαγκτη για τον Γκογκέν. Στο κέντρο της, οι θυελλώδεις έρωτές του με τις ιθαγενείς γυναίκες, που θα καταλήξουν στο γάμο με μία από αυτές». «Δεν θα περνούσε από το φίλτρο του #MeToo», διαβεβαιώνει ο Φινάλντι. «Με τα μάτια του ιστορικού τέχνης δεν μπορώ να μη βεβαιώσω την ιδιοφυΐα του. Όμως ως προσωπικότητα, δεν μπορώ να πω πως ήταν ακέραια. Φθάνει στις νήσους αυτές ως εκπρόσωπος των αποικιοκρατικών δυνάμεων και το εκμεταλλεύεται. Αποδέχεται το τοπικό έθιμο, να δωρίζουν οι πατεράδες τις κόρες τους. Αυτό είναι κάτι απαράδεκτο».
Ωστόσο, ο Φινάλντι αναγνωρίζει πως ο Γκογκέν καταλήγει να νιώθει ως δικές του τις ανισότητες που βιώνουν οι ιθαγενείς. Στην νήσο Ίβα Όα, στις Μαρκησίες, φιλοτεχνεί το άγαλμα που ενσαρκώνει τις συγκρούσεις του με τις τοπικές αρχές: τον «Πατέρα Παγιάρ» (1902), τον επίσκοπο του λαού, ένα ευεργετικό δαιμόνιο.
Διωκόμενος, κατεστραμμένος κι άρρωστος, ο Γκογκέν φεύγει από τη ζωή ύστερα από έμφραγμα στις 8 Μαΐου 1903. Τρία χρόνια αργότερα, το 1906, ήλθε μετά θάνατον η δικαίωση που αποζητούσε μία ολάκερη ζωή, με την έκθεση 227 έργων του στο Σαλόνι του Οκτωβρίου. Έκτοτε, η φήμη, η επιρροή και φυσικά οι τιμές των έργων του δε σταμάτησαν να αυξάνονται.