Ο γλυκαιμικός δείκτης των τροφίμων αποτελεί ένα αναξιόπιστο εργαλείο για το πόσο γρήγορα ένα τρόφιμο αυξάνει το σάκχαρο στο αίμα, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα. Η μελέτη δείχνει ότι ο γλυκαιμικός δείκτης του ίδιου τροφίμου μπορεί να ποικίλει κατά 20% στο ίδιο άτομο και κατά 25% μεταξύ διαφορετικών ατόμων.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη Νιρούπα Μάθαν του Πανεπιστημίου Ταφτς, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό περιοδικό κλινικής διατροφολογίας “American Journal of Clinical Nutrition”, πραγματοποίησαν ελεγχόμενη τυχαιοποιημένη δοκιμή με 63 υγιείς ανθρώπους.
Διαπιστώθηκε ότι, μετά την κατανάλωση της ίδιας ποσότητας λευκού ψωμιού σε αρκετές διαδοχικές φορές, ο γλυκαιμικός δείκτης μπορούσε να εμφανίζει σημαντικές αποκλίσεις στον ίδιο άτομο. Το ύψος του δείκτη κάθε φορά επηρεάζεται, μεταξύ άλλων, από τις μεταβολικές αντιδράσεις του οργανισμού, οι οποίες δεν είναι σταθερές.
Στους 22 εθελοντές, ο εν λόγω δείκτης κυμαινόταν από 35 έως 55 (χαμηλός), σε 23 από 57 έως 67 (μεσαίος) και σε 18 από 70 έως 103 (υψηλός). Ακόμα και στον ίδιο άνθρωπο, ο γλυκαιμικός δείκτης από μέρα σε μέρα μπορούσε να διαφέρει πάνω από 60 μονάδες!
«Αν κάποιος τρώει την ίδια ποσότητα του ίδιου τροφίμου τρεις φορές, κανονικά ο γλυκαιμικός δείκτης θα έπρεπε να είναι ο ίδιος κάθε φορά, όμως δεν παρατηρήσαμε αυτό στην μελέτη μας. Ένα τρόφιμο με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη τη μία φορά, το ίδιο τρόφιμο την επόμενη φορά μπορεί να έχει υψηλό δείκτη», δήλωσε η Μάθαν.
Το συμπέρασμα είναι ότι εν λόγω δείκτης έχει περιορισμένη χρησιμότητα ως εργαλείο πρόβλεψης πόσο τα τρόφιμα επιδρούν στα επίπεδα σακχάρου. Αυτό είναι σημαντικό για τους διαβητικούς, οι οποίοι προσπαθούν με τη βοήθεια του γλυκαιμικού δείκτη των τροφών να ελέγξουν το σάκχαρό τους.
Όμως, πέρα από τους ανθρώπους με διαβήτη, ο γλυκαιμικός δείκτης έχει βρει ευρύτερη εφαρμογή στη σήμανση των τροφίμων, ενώ αποτελεί επίσης τη βάση για αρκετές δημοφιλείς δίαιτες. Τελικά, όλα αυτά έχουν χτισθεί μάλλον σε σαθρό έδαφος…