Η γιαγιά της οικογένειας, η Γκαλίνα, 25 χρόνια μετανάστρια στο μικρονήσι στην καρδιά του Αιγαίου είχε φτιάξει οικογένεια. Κάπως έτσι απέκτησαν το «χωριό» της γιαγιάς, όπου η κόρη της η Ναταλία, η 20χρονη σήμερα εγγονή της η Βικτώρια και η μικρή, η εννιάχρονη σήμερα, Αναστασία επισκέπτονταν σχεδόν κάθε καλοκαίρι.
Και τώρα ο ονειρεμένος τόπος καλοκαιρινών διακοπών «αποκούμπι» για να ξεφύγουν από τη φρίκη του πολέμου στην πατρίδα.
Η γιαγιά μετανάστρια, η κόρη και οι εγγονές πρόσφυγες. Κι όλα αυτά σε ένα πονεμένο στην ιστορία νησί, τον Άη Στράτη που όμως άνοιξε την αγκαλιά του για τις τρεις γυναίκες. Οι λιγοστοί του, κάπου 200 όλοι κι όλοι κάτοικοι, έκαναν και κάνουν ότι μπορούν για αυτές. Έτσι κι αλλιώς ξέρουν, θαρρείς κι είναι καταγεγραμμένη στο DNA τους αυτή η γνώση, από πόνο.
«Μια απλή καθημερινή ζωή» είχαν στην πόλη όπου κατοικούσαν, στο Ντνίπρο της νοτιοανατολικής Ουκρανίας. Εκεί είχαν καταφύγει ξαναστήνοντας το σπίτι τους μετά τον πόλεμο του 2014 και τον ξεριζωμό τους από το Ντονέτσκ. Στο Ντνίπρο είπαν πως πρέπει να ριζώσουν. Και ρίζωσαν. Και ξαφνικά εκεί που όπως λέει η φοιτήτρια στο τμήμα διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου του Ντνίπρο η Βικτώρια θεωρούσαν πως δε μπορεί να γίνονται πόλεμοι τον 21ο αιώνα ξεριζώθηκαν ξανά. «Ξαφνικά χάθηκαν όλα» λέει.
Στις 24 Φεβρουαρίου άρχισε η επίθεση των Ρώσων. Από την πρώτη μέρα διαπίστωσαν πως πρέπει να φύγουν. Σειρήνες που προειδοποιούσαν για επιθέσεις, εικόνες στα μέσα ενημέρωσης με σκηνές πολέμου, ύπνος το βράδυ στα παγωμένα υπόγεια. Η εννιάχρονη Αναστασία τρομοκρατήθηκε. «Τα τραίνα έφευγαν γεμάτα και η πορεία προς το σταθμό κρατούσε 20 ώρες. Αδύνατον ήταν. Ο πατέρας της οικογένειας ήρθε από την Οδησσό όπου δούλευε γιατί η πατρίδα πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει, και πήγαμε στα Ουκρανο-ουγγρικά σύνορα με το αυτοκίνητό του. Ήταν μια διαδρομή δύσκολη μέσα από τα χωριά αφού οι οδικοί άξονες ήταν γεμάτοι και επικίνδυνοι. Ο πατέρας επέστρεψε. Εμείς μπήκαμε στην Ουγγαρία, πήγαμε στη Βουδαπέστη και από εκεί στην Αθήνα. Καταλήξαμε στις 9 Μαρτίου στον Άη Στράτη».
Εκεί, στο μικρονήσι όλα άλλαξαν. Στο σπίτι της γιαγιάς όλα ήταν διαφορετικά. Οι κάτοικοι τους υποδέχτηκαν με ένα γλυκό λόγο. Από την πρώτη μέρα η Αναστασία πήγε στο σχολείο με τα υπόλοιπα παιδιά. «Να μη φύγει από το κλίμα του σχολείου».
Παρακολουθεί διαδικτυακά προγράμματα εκπαίδευσης από την πατρίδα. Για όλα τα παιδιά του πολέμου. «Απλά όταν ηχούν οι σειρήνες και τα παιδιά κατεβαίνουν στα καταφύγια στις εμπόλεμες περιοχές σταματά η εκπαιδευτική διαδικασία και για τα παιδιά στις λεγόμενες ήσυχες περιοχές αλλά και για τα παιδιά πρόσφυγες», Σχολείο αύριο πάλι.
Διαδικτυακά μαθήματα η Αναστασία παρακολουθεί τέσσερις ώρες τη μέρα, κι αυτός είναι ο στόχος. Ουκρανικά, μαθηματικά, αγγλικά, ανάγνωση. Μετά στο διθέσιο Δημοτικό Σχολείο του Άη Στράτη.
Διαδικτυακά παραδίδονται μαθήματα και στη φοιτήτρια Βικτώρια. Τόσο σε αυτήν όσο και στους φοιτητές και τις φοιτήτριες κατεστραμμένων Πανεπιστημίων όπως αυτό του Χάρκοβο.
«Πρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε» λέει η Βικτώρια ενώ η Αναστασία χαμογελά αμήχανα και η πίκρα ξεχειλίζει από το ανέκφραστο πρόσωπο της Ναταλίας, της μητέρας τους.
Οι άντρες πολεμάν εκεί πίσω στην πατρίδα και της ζητάμε να κάνει μια ευχή. Ανέκφραστη, παγωμένη η Ναταλία λέει πως θέλει «ειρήνη, να σταματήσει ο πόλεμος, να γυρίσουμε στα σπίτια μας και να μαζευτεί ξανά όλη η οικογένεια».
Πράγμα δύσκολο βέβαια η επιστροφή. Η Αναστασία εκτιμά ότι από τα 3,5 εκατομμύρια των Ουκρανών προσφύγων τα δυο δεν θα επιστρέψουν ποτέ. «Δεν έχει απομείνει τίποτα, οι πόλεις ισοπεδώθηκαν, δεν έχουν να κάνουν τίποτα πίσω, τίποτα δεν έχουν πια πίσω από καμένα σπίτια…». Θα επιστρέψουν πιστεύει μόνο οι πρόσφυγες από μέρη που δεν καταλήφθηκαν. Οι άλλοι θα ζήσουν όπου φτάσουν χωρίς να κινδυνεύουν.
Η Αναστασία πάει σχολείο, η Βικτώρια σπουδάζει διαδικτυακά και περιμένει να γυρίσει στην πατρίδα, η Ναταλία βοηθά στο μπακάλικο της μητέρας της της Γκαλίνα.
«Οι Έλληνες μας στάθηκαν όλοι. Είναι λαός που ξέρει να βοηθά, να υποστηρίζει, αλλά θα επιστρέψουμε στην Ουκρανία να ξαναφτιάξουμε την πατρίδα μας. Κι ο Άη Στράτης θα ξαναγίνει το αγαπημένο χωριό της γιαγιάς μας. Και θα αγαπάμε το νησί και τους ανθρώπους του ακόμα πιο πολύ. Θα είναι για εμάς το νησί που μας αγκάλιασε και μας προστάτεψε τις μέρες του πολέμου. Εμείς σταθήκαμε τυχερές. Υπάρχουν συμπατριώτες μας που δεν έχουν να φάνε, να κοιμηθούν με ασφάλεια, να ντυθούν» λέει η Βικτώρια αποχαιρετώντας μας. Πάνω στο ύψωμα όπου στέκει αδειανή η Μαράσλειος Σχολή του Άη Στράτη τρέχει να παρακολουθήσει ένα πρόγραμμα γυμναστικής με τους ενήλικες Αγιοστρατήτες. «Συνεχίζουμε να ζούμε και να περιμένουμε την ειρήνη» λέει.