Λίγες ώρες πριν την έναρξη της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ η ηγέτιδα της Μιανμάρ Αούνγκ Σαν Σου Κι απηύθυνε σήμερα ένα μήνυμα προς τη διεθνή κοινότητα, καταδικάζοντας όλες τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Πολιτεία Ραχίν, ενώ δήλωσε έτοιμη να οργανώσει την επιστροφή των περισσότερων από 400.000 Ροχίνγκια που έχουν αναζητήσει καταφύγιο στο Μπανγκλαντές.
Η ηγέτιδα της Μιανμάρ έχει δεχθεί σφοδρές επικρίσεις από τη διεθνή κοινότητα για τη σιωπή της έπειτα από περισσότερες από τρεις εβδομάδες κρίσης. Οι δηλώσεις αυτές της βραβευμένης με Νόμπελ Ειρήνης Σου Κι αποτελούν το πρώτο σχόλιο που κάνει μετά τις 25 Αυγούστου οπότε ξεκίνησε η επιχείρηση του στρατού της Μιανμάρ εναντίον της μουσουλμανικής μειονότητας, την οποία ο ΟΗΕ έχει χαρακτηρίσει «εθνοκάθαρση».
«Είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε την εξακρίβωση» των ταυτοτήτων των προσφύγων ενόψει της επιστροφής τους, δήλωσε στα αγγλικά σε τηλεοπτικό της διάγγελμα, χωρίς όμως να διευκρινίσει αν τα κριτήρια βάσει των οποίων επιτρέπεται στους Ροχίνγκια να επιστρέψουν στη Μιανμάρ και τα οποία είναι πολύ περιοριστικά θα χαλαρώσουν.
«Όσοι εξακριβωθεί ότι είναι πρόσφυγες από αυτή τη χώρα θα γίνουν δεκτοί χωρίς κανένα πρόβλημα και με πλήρη διασφάλιση της ασφάλειάς τους και πρόσβαση σε ανθρωπιστική βοήθεια», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Η 72χρονη Σου Κι μιλώντας ενώπιον των πρεσβευτών που είχαν συγκεντρωθεί στη Ναϊπιντάου για να παρακολουθήσουν αυτό το διάγγελμα ζήτησε να σταματήσει ο θρησκευτικός διχασμός μεταξύ των βουδιστών, που αποτελούν την πλειονότητα των κατοίκων της χώρας, και των μουσουλμάνων.
«Λυπούμαστε βαθιά για τα δεινά όσων βρέθηκαν παγιδευμένοι σε αυτή τη σύγκρουση», επεσήμανε αναφερόμενη στους αμάχους Ροχίνγκια που εγκατέλειψαν μαζικά τις εστίες τους και αναζήτησαν καταφύγιο στο Μπανγκλαντές, αλλά και για τους βουδιστές που έφυγαν από τα χωριά τους.
«Δεν επιθυμούμε η Μιανμάρ να είναι διχασμένη βάσει των θρησκευτικών πεποιθήσεων», υπογράμμισε η Σου Κι, η οποία δέχεται επικρίσεις για τη διστακτικότητα με την οποία αντιμετωπίζει τον αυξανόμενο εθνικισμό των βουδιστών, οι οποίοι θεωρούν τους μουσουλμάνους απειλή για την εθνική τους ταυτότητα .
Η Σου Κι απευθύνθηκε και στον στρατό, τον οποίο μέχρι στιγμής στηρίζει πλήρως, παρά τις καταγγελίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
«Οι δυνάμεις ασφαλείας έχουν λάβει εντολές» ώστε «να λαμβάνουν όλα τα μέτρα προκειμένου να αποφεύγονται οι παράπλευρες απώλειες και να μην τραυματίζονται άμαχοι» στη διάρκεια της αντιτρομοκρατικής επιχείρησης, υπογράμμισε, ενώ πρόσθεσε ότι καταδικάζει «κάθε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
«Καταδικάζουμε κάθε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παράνομη βία. Είμαστε δεσμευμένοι στην αποκατάσταση της ειρήνης και της σταθερότητας και της τάξης σε όλη τη χώρα», σημείωσε.
«Θα αναληφθεί δράση εναντίον οποιουδήποτε παραβιάζει τους νόμους της χώρας και τα ανθρώπινα δικαιώματα, ανεξαρτήτως της θρησκείας, της φυλής και των πολιτικών τους απόψεων», τόνισε η Σου Κι.
Πέρσι ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ η Σου Κι είχε δεσμευθεί να υπερασπιστεί τα δικαιώματα αυτής της μειονότητας, που θεωρείται μια από τις πιο διωκούμενες του κόσμου, και είχε υποσχεθεί να «αντιταχθώ σθεναρά στις προκαταλήψεις και τη μισαλλοδοξία».
«Αυτή η δέσμευση για επστροφή των προσφύγων βάσει των όρων της συμφωνίας του 1992 είναι κάτι καινούργιο και σημαντικό», σχολίασε ο Ρίτσαρντ Χόρσεϊ, ανεξάρτητος αναλυτής που έχει τη βάση του στη Μιανμάρ.
Ωστόσο οι περισσότεροι κάτοικοι της χώρας θωρούν τους Ροχίνγκια ξένους. Η Σου Κι άφησε σήμερα να εννοηθεί το αντίθετο, επισημαίνοντας ότι επιθυμεί να ακολουθήσει τη γραμμή του πατέρα της Αούνγκ Σαν, πατέρα της βιρμανικής επανάστασης: το Σύνταγμα του 1947 είχε επιτρέψει σε μεγάλο μέρος των Ροχίνγκια να λάβουν νομικό καθεστώς και δικαίωμα ψήφου.
Ωστόσο η χούντα που πήρε την εξουσία το 1962 βασίστηκε πολύ στο μίσος κατά των μουσουλμάνων και η νομοθεσία του 1982 για την ιθαγένεια άφησε τους Ροχίνγκια απάτριδες.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)