Γενικά σπάνιο φαινόμενο, που η περιοδικότητά του καταγράφεται περίπου ανά δεκαετία, χαρακτηρίζεται η απότομη άνοδος της θερμοκρασίας, η οποία αναμένεται να κορυφωθεί το προσεχές Σαββατοκύριακο και να φτάσει τοπικά στα επίπεδα των 40 βαθμών Κελσίου. Η θερμή εισβολή έρχεται από τη Βόρεια Αφρική και θα συνοδεύεται από σημαντικές συγκεντρώσεις σκόνης, ενώ η εμφάνιση του φαινομένου δεν προκύπτει να συνδέεται με τη μεταβολή των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, λόγω των περιοριστικών μέτρων για την πρόληψη της διασποράς του κορωνοϊού.
«Το επόμενο πενθήμερο θα βιώσουμε μία περίοδο με ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες, που θα κορυφωθούν το Σαββατοκύριακο. Οι μέγιστες θερμοκρασίες τις μεσημεριανές ώρες θα κυμαίνονται από 31 έως 35 βαθμούς στα βόρεια και από 35 έως 39 -κατά τόπους 40- στα πεδινά ηπειρωτικά της κεντρικής και νότιας Ελλάδας και στην Αττική, ενώ το Αιγαίο θα έχει χαμηλότερες θερμοκρασίες, όπως συμβαίνει πάντα», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας και αντιπρύτανης Οικονομικών του ΑΠΘ, Χαράλαμπος Φείδας, σημειώνοντας πως «η θερμοκρασία είναι ήδη αυξημένη για τα επίπεδα της εποχής, εφόσον έχει αγγίξει τους 33 βαθμούς».
Η θερμοκρασία θα φτάσει στα υψηλότερα επίπεδα στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, θα διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα τη Δευτέρα και την Τρίτη και από την Τετάρτη θα αρχίσει να πέφτει, ενώ από την Πέμπτη και μετά αναμένεται σημαντική μεταβολή με πιθανές βροχοπτώσεις.
«Το φαινόμενο δεν έχει σχέση με το lockdown λόγω κορονοϊού»
«Αυτές τις πέντε ημέρες με τις ιδιαίτερα υψηλές -για την εποχή- θερμοκρασίες, θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε καύσωνα για την εποχή, ενώ για το καλοκαίρι θα ήταν στα όρια του καύσωνα. Όμως, τέτοιες θερμοκρασίες τον Μάιο είναι γενικά σπάνιο φαινόμενο. Τις τελευταίες δεκαετίες εμφανίζεται περίπου μία φορά ανά δέκα χρόνια το να έχουμε μια μέση θερμοκρασία περί τους 10 βαθμούς μεγαλύτερη από τη μέση αναμενόμενη για την περίοδο θερμοκρασία. Είναι γενικά ένα σπάνιο φαινόμενο, όμως δεν σχετίζεται με τη μεταβολή των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων λόγω του κορονοϊού η εμφάνισή του. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες επηρεάζουν σε βάθος χρόνου τη μεταβολή του κλίματος και δεν την επηρεάζουν τόσο βραχυπρόθεσμα», εξήγησε ο κ. Φείδας.
Σε ό,τι αφορά το επίκεντρο του καύσωνα, ανέφερε πως «εστιάζεται στην νοτιοανατολική Μεσόγειο με επίκεντρο την Ελλάδα και ιδιαίτερα την Κεντρική και Νότια Ελλάδα» και «ουσιαστικά πρόκειται για μια θερμή εισβολή από την Βόρεια Αφρική, γι’ αυτό και έχουμε αυτές τις υψηλές θερμοκρασίες που θα συνοδεύονται από μεταφορά σκόνης», συνεπώς, «μπορεί να μην περιμένουμε τόσο έντονη ηλιοφάνεια, λόγω της σκόνης, χωρίς αυτό να σημαίνει χαμηλότερες θερμοκρασίες».
Ερωτηθείς σχετικά με τις προβλέψεις που υπάρχουν για το καλοκαίρι και την πιθανή συχνότητα καυσώνων τον επόμενο διάστημα, ο καθηγητής απάντησε ότι «η επιστήμη της μετεωρολογίας μπορεί να κάνει ακριβείς προβλέψεις για τις επόμενες 4-5 ημέρες» και «τα μοντέλα που κάνουν εποχικές προγνώσεις δεν λένε πότε θα βρέξει ή θα έχει καύσωνα, αλλά εκτιμούν, για παράδειγμα, αν θα έχουμε κατά μέσο όρο μεγαλύτερες ή μικρότερες θερμοκρασίες π.χ. κατά 1 ή 2 βαθμούς, ή λιγότερες βροχοπτώσεις από τις κανονικές», επομένως «δεν υπάρχει τώρα κάποια αξιόπιστη εποχική πρόγνωση που να αξίζει να της δώσουμε σημασία για κάτι ιδιαίτερο».
«Ήπιος χειμώνας με τον πιο ψυχρό Απρίλη της δεκαετίας»
Ο φετινός χειμώνας ήταν σχετικά ήπιος, όμως, σύμφωνα με τον κ. Φείδα «θα πρέπει να επισημάνουμε τις αντιθέσεις του καιρού», καθώς «ο Απρίλιος ήταν ένας από τους πιο ψυχρούς μήνες που έχουμε καταγράψει, ενώ τον ίδιο μήνα είχαμε επίσης περισσότερες βροχοπτώσεις».
«Τώρα έχουμε το αντίθετο ακραίο φαινόμενο με ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες μέσα στον Μάιο. Είναι το χαρακτηριστικό της Άνοιξης οι έντονες μεταβολές του καιρού, παρόλα αυτά οι υψηλές θερμοκρασίες των επόμενων ημερών είναι για τον Μάιο μια ιδιαίτερη περίπτωση», εξήγησε.
«Καύσωνες μεγαλύτεροι σε ένταση, συχνότητα και διάρκεια»
Σε ό,τι αφορά τη συχνότητα των καυσώνων στην Ελλάδα, με βάση την επεξεργασία των δεδομένων των τελευταίων δεκαετιών, ο κ. Φείδας επισήμανε ότι «έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχει αύξηση τόσο της συχνότητας των καυσώνων, όσο και της έντασής τους και της διάρκειάς τους, κάτι που σχετίζεται σαφώς και άμεσα με την κλιματική αλλαγή».
Παρόλα αυτά εξήγησε πως η παρακολούθηση των ακραίων φαινομένων λαμβάνει υπόψη την ιδιαιτερότητα της σπανιότητάς τους, δηλαδή για να διαπιστωθεί αν η τάση τους είναι αυξητική ή όχι, οι επιστήμονες χρειάζονται στοιχεία, όμως επειδή είναι πάρα πολύ λίγα τα γεγονότα, ίσως τα στοιχεία δεν επαρκούν για να εξαχθούν συμπεράσματα.
«Κρατάμε μία επιφύλαξη για τη μεταβολή αυτών των ακραίων φαινομένων, έχει όμως διαπιστωθεί ότι όντως τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουμε αύξηση της συχνότητας και της έντασης των καυσώνων στη χώρα μας και φυσικά στην ευρύτερη της περιοχής, καθώς δεν είναι ένα τοπικό φαινόμενο», κατέληξε ο κ. Φείδας.