Ανασφάλιστη εργασία, εξοντωτικά ωράρια, λεκτική βία, ακόμα και διακίνηση ανθρώπων είναι φαινόμενα που εντοπίζονται στον τομέα της απασχόλησης των μεταναστών στην οικιακή εργασία στην Ελλάδα. Τη χαρτογράφηση του συγκεκριμένου τομέα, όπου εκτιμάται ότι απασχολείται μία στις δύο γυναίκες μεταναστευτικής καταγωγής στη χώρα, επιχειρεί έρευνα του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου (EUI) της Φλωρεντίας.
Η έρευνα διενεργείται στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «DemandAT», που υλοποιούν ακαδημαϊκοί φορείς από όλη την Ευρώπη, υπό το συντονισμό του Διεθνούς Κέντρου για την Ανάπτυξη της Μεταναστευτικής Πολιτικής που εδρεύει στη Βιέννη. Την επιστημονική ευθύνη από πλευράς EUI έχει η καθηγήτρια, Άννα Τριανταφυλλίδου. Στόχος του προγράμματος είναι η διερεύνηση της ζήτησης που οδηγεί στην εμπορία ανθρώπων με έμφαση στους τομείς της οικιακής εργασίας, της βιομηχανίας του σεξ και της αγροτικής οικονομίας.
Η έρευνα για την οικιακή εργασία διεξήχθη ταυτόχρονα σε 7 ευρωπαϊκές χώρες (Ελλάδα, Κύπρος, Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία και Βρετανία). Για τη διερεύνηση του φαινομένου στην Ελλάδα η δικηγόρος και ερευνήτρια του EUI, Δανάη Αγγελή, έκανε βιβλιογραφική έρευνα, καθώς και συνεντεύξεις με εκπροσώπους κρατικών φορέων, ΜΚΟ και μεταναστευτικών κοινοτήτων.
Η απασχόληση των μεταναστών στον οικιακό τομέα, αλλά κυρίως η εκμετάλλευση που τυχόν υφίστανται, είναι ένα «τοπίο» ελάχιστα διερευνημένο στην Ελλάδα. «Από την έρευνα προέκυψε ότι είναι πολύ λίγα τα στοιχεία και αρκετά κατακερματισμένες οι πληροφορίες», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Αγγελή.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα επίσημα αστυνομικά στοιχεία κάνουν λόγο για μόλις μία καταγεγραμμένη περίπτωση εμπορίας ανθρώπων στην οικιακή εργασία τα τελευταία 15 χρόνια και αφορούσε γυναίκα από την Αφρική που εργαζόταν ως οικιακή βοηθός σε κατοικία διπλωμάτη και είχε υποστεί προσβλητικές συνθήκες εργασίας. Άλλη μία περίπτωση γυναίκας από την ανατολική Ευρώπη που έπεσε θύμα εκμετάλλευσης στην οικιακή εργασία της καταγγέλθηκε στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Την ίδια ώρα, μέλη της Ένωσης Αφρικανών Γυναικών στην Ελλάδα και της Ένωσης Φιλιππινέζων Μεταναστών στην Ελλάδα KASAPI κάνουν λόγο για ένα ευρύ φαινόμενο συστηματικής μεταφοράς ανθρώπων στη χώρα με σκοπό να δουλέψουν ως οικιακοί βοηθοί, μεταφοράς που ορισμένες φορές παραπέμπει σε εμπορία ανθρώπων.
Επίσης, εργαζόμενοι σε ΜΚΟ έκαναν λόγο για την ύπαρξη θυμάτων διεθνικού trafficking στο χώρο της οικιακής εργασίας. Συγκεκριμένα, περιέγραψαν στην ερευνήτρια δύο περιπτώσεις γυναικών από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, όπου σύμφωνα με τα λεγόμενά τους είχαν πέσει θύματα κυκλωμάτων εμπορίας που τους προόριζαν για οικιακές βοηθούς σε άλλη ώρα. Εκείνες κατάφεραν να αποδράσουν και έφτασαν μόνες τους στην Ελλάδα, όπου ζήτησαν άσυλο. Ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις οι δικηγόροι εξέφρασαν την ανησυχία τους για το αν οι δύο γυναίκες ήρθαν μόνες τους στη χώρα ή έχουν πέσει εκ νέου θύματα διακίνησης για να εργαστούν ως οικιακές βοηθοί ή για άλλους λόγους.
Από Αφρική και Φιλιππίνες οι οικιακές βοηθοί στην Ελλάδα
Οι γυναίκες από την Αφρική (κυρίως Ουγκάντα, Σιέρρα Λεόνε, Γκάνα, Νότια Αφρική, Αιθιοπία και Κένυα) και τις Φιλιππίνες είναι συχνότερα οι εργαζόμενες ως οικιακές βοηθοί στην Ελλάδα για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες. Στον οικιακό τομέα απασχολούνται επίσης γυναίκες από την ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Στην πλειοψηφία τους δουλεύουν ως οικόσιτες οικιακοί βοηθοί, γεγονός που τις καθιστά περισσότερο ευάλωτες στην εκμετάλλευση, καθώς δεν έχουν ιδιαίτερη επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο.
Οι τρόποι προσέγγισής τους ποικίλουν αλλά κυρίως οι προτάσεις γίνονται μέσω ιδιωτικών γραφείων ευρέσεως εργασίας που εδρεύουν τόσο στις χώρες καταγωγής όσο και στις χώρες προορισμού τους. Οι μετανάστριες από την Αφρική κυρίως μπαίνουν στη χώρα παράνομα και καθοδηγούνται να επικοινωνήσουν με ένα τοπικό γραφείο ευρέσεως εργασίας και να κάνουν αίτηση για άσυλο. Την περίοδο 2002-2004 ταξίδευαν στην Ελλάδα κάνοντας χρήση τουριστικής βίζας, ενώ συχνότερα τα τελευταία χρόνια επιχειρούν το ταξίδι μόνες τους ακολουθώντας τα μονοπάτια της λαθροδιακίνησης μεταναστών και προσφύγων. Με όποιο τρόπο και αν έρθουν στη χώρα οι μετανάστριες είναι υποχρεωμένες να πληρώσουν κάποιον πράκτορα, είτε στην Αφρική είτε στην Ελλάδα.
Όπως προκύπτει από τις συνεντεύξεις που διενήργησε η κ. Αγγελή, το φαινόμενο της εργασιακής εκμετάλλευσης των Αφρικανών είναι αρκετά ευρύ και οι μορφές εκμετάλλευσής τους ποικίλουν: αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία, εξοντωτικά ωράρια, χαμηλοί μισθοί ή καμία πληρωμή, απουσία αδειών, ακόμα και λεκτικές επιθέσεις και κατασχέσεις των ταξιδιωτικών τους εγγράφων από τους εργοδότες τους.
Όπως εξήγησαν μέλη της Ένωσης Αφρικανών Γυναικών στην Ελλάδα, τα περισσότερα θύματα εκμετάλλευσης είναι φτωχές γυναίκες, που ταξιδεύουν χωρίς τις οικογένειές τους και δεν επιθυμούν να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Οι μισθοί τους ως οικιακές βοηθοί κυμαίνονται από 50 έως 400 ευρώ το μήνα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις τα θύματα σχεδιάζουν μόνα τους την απόδραση από τα σπίτια τους και δεν καταγγέλλουν τα περιστατικά στις Αρχές φοβούμενα εκδικητικές πράξεις ή την απέλασή τους. Επίσης, συχνά δεν γνωρίζουν τα εργασιακά δικαιώματά τους και δεν αντιδρούν γιατί δεν έχουν που αλλού να πάνε.
Λίγο καλύτερη φαίνεται να είναι η κατάσταση για τις οικιακές βοηθούς από τις Φιλιππίνες, σύμφωνα τουλάχιστον με τις περιγραφές της Ένωσης KASAPI. Οι μετανάστριες συνήθως έρχονται στη χώρα νόμιμα με βίζες, που ωστόσο δεν σχετίζονται με την πραγματική τους εργασία, καθώς τις περισσότερες φορές δηλώνονται ως προσωπικό παράκτιων εταιρειών. Το κόστος του ταξιδιού καλύπτεται από τους εργοδότες τους, που συχνότερα έχουν καλή οικονομική κατάσταση. Ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις οι εργοδότες παρακρατούν τα ταξιδιωτικά έγγραφα των οικιακών βοηθών. Οι μισθοί είναι υψηλότεροι από ό,τι στις γυναίκες από την Αφρική, ωστόσο οι εργασιακές συνθήκες περιλαμβάνουν πολύωρη εργασία προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις των εργοδοτών. Αναφέρθηκαν πάντως και καλές εργασιακές συνθήκες σε κάποια σπίτια.
Κενά στη νομοθεσία
Η έρευνα εντόπισε σημαντικά κενά στην εργατική νομοθεσία, όπως και ένα δυσκίνητο και αναποτελεσματικό κρατικό μηχανισμό. Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα υπάρχει ασάφεια όσον αφορά τον ορισμό του «εργασιακού trafficking», κάτι που διαπιστώθηκε και από τον τρόπο χρήσης του όρου από τους εκπροσώπους των κρατικών θεσμών και ΜΚΟ που συνομίλησαν με την ερευνήτρια. Αντίθετα με άλλα επαγγέλματα, δεν υπάρχει συλλογική σύμβαση εργασίας για την οικιακή εργασία στην Ελλάδα. Επίσης, χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει καμία καταδίκη για εμπορία ανθρώπων στην οικιακή εργασία, ενώ και το ευρύτερο ζήτημα του εργασιακού trafficking εξετάστηκε για πρώτη φορά στην περίπτωση των γεγονότων στη Μανωλάδα.
Επιπροσθέτως, η διαδικασία πρόσληψης μεταναστών ως εργαζομένων είναι γραφειοκρατική (σημειώνεται ότι το 2014 εγκρίθηκαν μόλις οκτώ άδειες εργασίας για οικιακούς βοηθούς σε όλη την Ελλάδα) αποτρέποντας τους πιθανούς εργοδότες από το να θέσουν επίσημο αίτημα πρόσκλησης μεταναστών εργαζομένων στις αρμόδιες αρχές.
Σε ελεγκτικό επίπεδο οι επιθεωρητές εργασίας δεν έχουν τη δικαιοδοσία να πραγματοποιήσουν έρευνες σε ιδιωτικές κατοικίες. Επίσης, οι δικηγόροι με τους οποίους συνομίλησε η κ. Αγγελή ανέφεραν και ότι ένα βασικό πρόβλημα στις περιπτώσεις εκμετάλλευσης των οικιακών βοηθών είναι η απόδειξη των ισχυρισμών των θυμάτων, ιδίως όταν οι εργοδότες αρνούνται ότι έχουν προσλάβει τις οικιακές βοηθούς. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις οι εργοδότες έχουν και την αίσθηση της ατιμωρησίας, λόγω των νομοθετικών κενών.
Κενά εμφανίζονται στην πράξη και στην προστασία των θυμάτων. Ιδιαίτερα υπογραμμίζεται η απουσία κρατικής δομής φιλοξενίας για θύματα εργασιακού trafficking και η ανυπαρξία οποιασδήποτε υπηρεσίας που να ειδικεύεται στην κοινωνική υποστήριξη και ενσωμάτωση των θυμάτων.
Ανάγκη ευαισθητοποίησης
Η έρευνα αναδεικνύει την ανάγκη μιας συνολικής πολιτικής αντιμετώπισης για την εμπορία ανθρώπων στο χώρο της οικιακής εργασίας. «Μέχρι τώρα οι κλασικές πολιτικές, δηλαδή η αστυνόμευση, η σύλληψη δραστών και η υποστήριξη των θυμάτων δεν φαίνεται να αρκούν, καθώς τα κυκλώματα της εμπορίας φαίνεται να είναι ένα βήμα πιο μπροστά», εξηγεί η κ. Αγγελή.
Συγκριτικά με τις άλλες χώρες, όπου επίσης διεξήχθη η έρευνα, η Ελλάδα έχει τις λιγότερο καταγεγραμμένες περιπτώσεις εμπορίας ανθρώπων στον τομέα της οικιακής εργασίας. Ωστόσο, όπως εκτιμά η ερευνήτρια του EUI, σε όλες τις χώρες τα κυκλώματα βρίσκουν τρόπους να εκμεταλλευτούν το εθνικό πλαίσιο και άρα η εκμετάλλευση απλά παίρνει διαφορετική μορφή. Ακόμα και στο Βέλγιο, που όπως διαπιστώνεται στην έρευνα έχει υποδειγματικές πολιτικές κατά της εμπορίας ανθρώπων, οι μετανάστες χωρίς χαρτιά είναι ευάλωτοι στο trafficking στην οικιακή εργασία. Επίσης, στην Κύπρο όπου το νομοθετικό πλαίσιο είναι αυστηρό και η άφιξη των μεταναστών οικιακών βοηθών γίνεται με τη χρήση βίζας οικιακού βοηθού, δεν είναι σπάνιες οι αναφορές για εκμετάλλευση και βία εναντίον τους.
Για το λόγο αυτό η έρευνα σε όλες τις χώρες καταδεικνύει τη σημασία της διαμόρφωσης της σχέσης ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργαζόμενο οικιακό βοηθό και η λύση προτείνεται να αναζητηθεί στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των πολιτών, ώστε να μην προτιμούν την άτυπη απασχόληση των οικιακών βοηθών.