Ο λόγος, για τη Συμφωνία αρ. 9 σε μι ελάσσονα, «του Νέου Κόσμου» του ρηξικέλευθου Αντονίν Ντβόρζακ. Ένα έργο με υπερεθνικές μουσικές ρίζες που αποτυπώνει τις εντυπώσεις του συνθέτη του από την αμερικανική ήπειρο. Στις 11 Φεβρουαρίου, στη συναυλία «Με Πάθος» στο Μέγαρο Μουσικής, θα ακουστεί ακόμα, το εξαιρετικά δημοφιλές Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε λα ελάσσονα του Έντβαρντ Γκρηγκ, δια χειρός του εκρηκτικού βιρτουόζου Βασίλη Βαρβαρέσου. Σύνθεση σημαδιακή, με την οποία έκανε το σολιστικό του ντεμπούτο στο Μέγαρο Μουσικής, σε ηλικία 14 μόλις ετών. Η βραδιά ξεκινά, με την βαρυσήμαντη πρώτη εκτέλεση της Συμφωνικής Φαντασίας από την όπερα «Πρωτομάστορας» του Μανώλη Καλομοίρη, που βασίστηκε στην ομώνυμη τραγωδία του Νίκου Καζαντζάκη. Πρόκειται για δημιουργία που επί χρόνια λησμονήθηκε, μέχρι πρόσφατα να ανακαλυφθεί εκ νέου. Εδώ, τα όργανα αναλαμβάνουν τους ρόλους των τραγουδιστών και της χορωδίας, με αποτέλεσμα έναν εφευρετικό μουσικό διάλογο σημαίνουσας ιστορικής αξίας για τον ελληνικό μουσικό χώρο.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ (1883–1962)
Συμφωνική Φαντασία από τον «Πρωτομάστορα»
ΕΝΤΒΑΡΝΤ ΓΚΡΗΓΚ (1843-1907)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε λα ελάσσονα, έργο 16
ΑΝΤΟΝΙΝ ΝΤΒΟΡΖΑΚ (1841–1904)
Συμφωνία αρ. 9 σε μι ελάσσονα, έργο 95 «του Νέου Κόσμου»
ΣΟΛΙΣΤ
Βασίλης Βαρβαρέσος, πιάνο
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Γεώργιος Μπαλατσινός
Το Κοντσέρτο του Γκρηγκ κατέχει μία πολύ ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου, για λόγους καθαρά προσωπικούς. Είναι το πρώτο μεγάλο κοντσέρτο που έπαιξα ποτέ με ορχήστρα, σε ηλικία 12 ετών. Είναι το κοντσέρτο το οποίο άκουγα, μαζί με το 2ο Κοντσέρτο του Ραχμάνινοφ, χωρίς σταματημό σε όλη την παιδική μου ηλικία. Και είναι το κοντσέρτο που παραλίγο να μας κάνει να μας διώξουν από την πολυκατοικία οικογενειακώς γιατί κάθε μέρα έβαζα, όταν ήμουν πιτσιρίκι, το CD με τον Κρίστιαν Ζίμερμαν στη διαπασών και έκανα καραόκε παίζοντας το μέρος του πιάνου τόσο δυνατά ώστε να μας ακούει όλο το τετράγωνο. Γι’ αυτό, το συγκεκριμένο έργο δεν μπορώ να πω ότι έχει κάποιες προκλήσεις παραδοσιακού τύπου. Ναι, είναι πολύ δύσκολο. Ναι, είναι από τα μεγάλα και πολύ γνωστά έργα του ρεπερτορίου. Η πρόκληση όμως και η δυσκολία για μένα προσωπικά είναι να μη συγκινηθώ τόσο επί σκηνής που μου δίνεται η ευκαιρία να ξαναπαίξω το έργο που σημάδεψε την παιδική μου ηλικία ως μικρού πιανίστα όσο κανένα άλλο.
Είναι ιδιαίτερη χαρά και ευλογία κάθε φορά που επιστρέφω στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με την ΚΟΑ. Αυτή την φορά με ένα άκρως ρομαντικό ρεπερτόριο που είμαι σίγουρος ότι το κοινό μας θα το απολαύσει στο έπακρον.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ (1883–1962)
Συμφωνική Φαντασία από τον «Πρωτομάστορα»
Η Συμφωνική φαντασία από τον Πρωτομάστορα είναι ένα ορχηστρικό έργο βασισμένο στην ομώνυμη όπερα, ή ακριβέστερα μουσική τραγωδία, του Μανώλη Καλομοίρη. Με τη σύνθεση της όπερας καταπιάστηκε για πρώτη φορά το διάστημα 1913-15, διασκευάζοντας τη φερώνυμη τραγωδία του Νίκου Καζαντζάκη πάνω στο γνωστό θρύλο του γιοφυριού της Άρτας, που για να στεριώσει πρέπει να χτιστεί στα θεμέλιά του η αγαπημένη του πρωτομάστορα. Η πρεμιέρα της 11ης Μαρτίου 1916, εν μέσω του εθνικού διχασμού, χαιρετίστηκε από πολλούς ως ένα εθνικό γεγονός που αποτελεί «το σταθμό της αφετηρίας» για την ελληνική μουσική και την «ανατολή μια νέας εποχής». Το βαγκνερικής σύλληψης έργο, γεμάτο συμβολισμούς γύρω από τους αγώνες για εθνική αναγέννηση της Ελλάδας, αφιέρωσε στον «Πρωτομάστορα της Μεγάλης Ελλάδας», τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ταυτόχρονα, στο πρόσωπο του πρωτομάστορα, ο Καλομοίρης είδε και τον εαυτό του, ως τον μελλούμενο πρωτομάστορα μιας εθνικής μουσικής δημιουργίας.
Σε αντίθεση με την πολυπαιγμένη όπερα, η Συμφωνική φαντασία αποτελεί μια άγνωστη σύνθεση του Καλομοίρη, που δεν αναφέρεται στους επίσημους καταλόγους έργων του και η έρευνα για περαιτέρω στοιχεία προς το παρόν έχει αποφέρει πολύ φτωχά αποτελέσματα. Από το έργο έχει βρεθεί μόνο το υλικό της ορχήστρας (πάρτες), το οποίο ανακάλυψε η μουσικολόγος Μυρτώ Οικονομίδου στο αρχείο του Συλλόγου «Μανώλης Καλομοίρης», και χρησιμοποίησε για την ανασύσταση της παρτιτούρας. Η τελική επιμέλεια της νέας παρτιτούρας και του υλικού έγινε σε συνεργασία με τον μουσικολόγο Γιάννη Τσελίκα και το Κέντρο Ελληνικής Μουσικής. Οι πρωτότυπες πάρτες φέρουν τον γερμανικό τίτλο Symphonishe Tonbilder aus der Oper Protomastoras, που θα αποδίδαμε στα ελληνικά ως Συμφωνικές εικόνες από την όπερα Πρωτομάστορας. Ο ελληνικός τίτλος με τον οποίο παρουσιάζεται σήμερα προέρχεται από αναφορές του 1934 σε ένα έργο τιτλοφορούμενο Συμφωνική φαντασία από τον Πρωτομάστορα, τον οποίο και ταυτίστηκε με το υπάρχον υλικό. Στις 24 και 31 Μαρτίου 1934 παρουσιάστηκε -πιθανότατα κάνοντας πρεμιέρα- από τις Ορχήστρες των Ραδιοφωνικών Σταθμών της Πράγας και της Βαρσοβίας αντίστοιχα, σε διεύθυνση του ίδιου του Καλομοίρη, που είχε μετακληθεί για να διευθύνει συναυλίες ελληνικής μουσικής. Πριν πέσει στη λήθη, παίχτηκε ακόμη μια φορά στην Ελληνική Ραδιοφωνία, τον Ιούνιο του 1941.
Η Συμφωνική φαντασία αντλεί το μουσικό της υλικό από χαρακτηριστικά οργανικά και φωνητικά μέρη της πρώτης εικόνας της α΄ πράξης της όπερας. Η γραφή της προσδιορίζεται χρονικά ανάμεσα στη δεύτερη (1923-29) και τρίτη (1941-42) επεξεργασία της όπερας, ενώ περιέχει και ένα μέρος (Χορός των τσιγγάνων) που εμφανίζεται στην τρίτη γραφή τού 1942, γεγονός που υποδεικνύει πως ο Καλομοίρης καταπιάστηκε με την αναθεώρηση της όπερας και στο ενδιάμεσο διάστημα.
Επιλέγοντας προσεκτικά το υλικό του, χωρίς να το επεξεργαστεί εκ νέου, αλλά με σοφά στοχευμένες παραλείψεις μερών, ενοτήτων και περασμάτων, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα σφιχτοδεμένο και ομαλής ροής μουσικό κείμενο, στο οποίο παρελαύνουν αβίαστα όλες οι χαρακτηριστικές μουσικές στιγμές της πρώτης εικόνας. Η πολύχρωμη ορχηστρική παλέτα, την οποία χειρίζεται με ξεχωριστή μαεστρία, δίνει νέα ζωή στα φωνητικά μέρη της όπερας που προέρχονται από άριες, ντουέτα και χορωδιακά, αναθέτοντας τους ρόλους των τραγουδιστών σε σόλο όργανα και της χορωδίας σε ομάδες οργάνων.
Η Συμφωνική φαντασία μπορεί να χωριστεί σχηματικά σε τρεις ενότητες. Το έργο ξεκινάει δυναμικά με την Εισαγωγή της όπερας, που ανοίγει το έντονα παρεστιγμένο μοτίβο του Πρωτομάστορα. Μια βουκολικού τύπου ελεύθερη μελισματική μελωδία στο σόλο κλαρινέτο εισάγει την πρώτη χορευτική σκηνή, που σηματοδοτεί και το άνοιγμα της αυλαίας στην όπερα. Στη ρίζα του γιοφυριού, οι Μαστόροι που εργάστηκαν στο χτίσιμό του και Τσιγγάνες χορεύουν και γλεντούν, γιορτάζοντας το στέριωμά του, ενώ ακολουθεί η μελωδία από το γνωστό χορωδιακό «Σαράντα μαστορόπουλα». Στον αντίποδα των Μαστόρων που αντιπροσωπεύουν το ελεύθερο πνεύμα, εμφανίζονται με μια εμβατηριατού τύπου μελωδία (κόρνα, βιόλες, βιολοντσέλα), άντρες και γυναίκες Θεριστάδες, που μαζί με τον Γέρο θεριστή να τους καθοδηγεί διαβαίνουν το γιοφύρι τρέμοντας μην γκρεμιστεί. Το ποτάμι φουσκώνει και αγριεύει, κλείνοντας την πρώτη ενότητα.
Η μεσαία-δεύτερη ενότητα, ξεδιπλώνει τη λυρική πλευρά του Καλομοίρη, όπου ακούμε τις μελωδίες των πρωταγωνιστών. Αρχικά, ο νεαρός Τραγουδιστής, θαμπωμένος από την κόρη του Άρχοντα, της τραγουδάει την άρια «Αχ τα χέρια σου Σμαράγμα», που εδώ εισάγεται στο αγγλικό κόρνο. Ο Τραγουδιστής παίζει μια μελωδία (παραλλαγή της βουκολικής μελισματικής μελωδίας στο σόλο φλάουτο) στη φλογέρα που του χάρισε η Σμαράγδα και κλείνουν τραγουδώντας μαζί (σόλο βιολί και βιολοντσέλο). Η σκηνή διακόπτεται από τα «Σαράντα μαστορόπουλα» που τραγουδούν οι Μαστόροι και οι Τσιγγάνες. Εμφανίζεται ο Πρωτομάστορας και ακολουθεί η ερωτική σκηνή με τη Σμαράγδα «Πόσο αγαπώ τα χέρια σου». Όσο διαρκεί ο διάλογος, η μελωδία περνάει από διάφορα σολιστικά όργανα, (κόρνο, βιολοντσέλο, όμποε), μέχρι να ενωθεί στην κορύφωση του ντουέτου, με τους δυο εραστές χαμένους στην έκσταση του πάθους τους, σε μια σκηνή που φέρνει στο μυαλό την αντίστοιχη από τον Τριστάνο και Ιζόλδη.
Η τρίτη ενότητα μας επαναφέρει στο αρχικό κλίμα. Οι Τσιγγάνες χορεύουν πάνω σ’ ένα ζωηρό ρυθμό. Το έργο κλείνει σε ένα κλίμα ευφορίας με τον Άρχοντα να τους καλεί όλους για γλέντι και χορό, ενώ το πλήθος τον επευφημεί.
Μυρτώ Οικονομίδου
Μουσικολόγος
ΕΝΤΒΑΡΝΤ ΓΚΡΗΓΚ (1843 – 1907)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε λα ελάσσονα, έργο 16
Allegro molto moderato
Adagio
Allegro moderato molto e marcato
Η τεράστια απήχηση και δημοτικότητα του κοντσέρτου για πιάνο του Νορβηγού συνθέτη Έντβαρντ Γκρηγκ είναι αξιοσημείωτη, δεδομένου ότι αποτελεί το μοναδικό (ολοκληρωμένο) κοντσέρτο, που έγραψε ο συνθέτης και μάλιστα μόλις σε ηλικία 25 ετών. Η σύνθεση του έργου έλαβε χώρα κατά κύριο λόγο το καλοκαίρι του 1868 στη Δανία, όπου ο Γκρηγκ είχε καταφύγει κυρίως για λόγους κλιματικούς. Απογοητευμένος από το περιορισμένο κοινό «σοβαρής» μουσικής και από τη συγκρατημένη αποδοχή των πρώτων του συνθέσεων στη γενέτειρά του, ο Γκρηγκ φρόντισε να γίνει και η πρώτη εκτέλεση του κοντσέρτου του στη Δανία (Κοπεγχάγη), στις 3 Απριλίου 1869, με σολίστα τον Έντμουντ Νόιπερτ. Ο συνθέτης δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει την πρεμιέρα λόγω ανειλημμένων καλλιτεχνικών υποχρεώσεων στο Όσλο, αλλά ο Νόιπερτ έσπευσε να του γράψει για τον πραγματικό θρίαμβο, που είχε συντελεστεί. Λίγο καιρό αργότερα ο Γκρηγκ συνάντησε τον Φραντς Λιστ, ο οποίος είχε την ευκαιρία να δει και να παίξει το κοντσέρτο και ενθάρρυνε σημαντικά το νέο συνθέτη δίνοντας του παράλληλα συμβουλές κυρίως ενορχηστρωτικής φύσεως, πολλές από τις οποίες ο Γκρηγκ έλαβε υπόψη του σε μεταγενέστερες αναθεωρήσεις του έργου.
Όπως πολλοί μελετητές έχουν εύστοχα επισημάνει, το κοντσέρτο παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με το κοντσέρτο για πιάνο του Σούμαν, π.χ. είναι και τα δύο γραμμένα σε λα ελάσσονα και η πρώτη είσοδος του σολιστικού οργάνου πραγματώνεται και στα δύο με θεαματικό τρόπο μετά από μία ισχυρή ατάκα της ορχήστρας. Ο Γκρηγκ είχε όντως ακούσει το κοντσέρτο του Σούμαν από την Κλάρα Σούμαν κατά τα χρόνια των σπουδών του στο Ωδείο της Λειψίας (1858 – 1862)· ο θαυμασμός για αυτό ήταν τόσο μεγάλος και ειλικρινής, που ήταν αναπόφευκτο να αποτελέσει πηγή έμπνευσης στη σύνθεση του δικού του κοντσέρτου.
Το πιάνο εν γένει υπήρξε βασικός πόλος στη συνθετική δημιουργία του Γκρηγκ, με αποτέλεσμα ο Χανς φον Μπύλοβ να τον αποκαλέσει «Σοπέν του Βορρά». Όμως ο Γκρηγκ δεν ήταν επ’ ουδενί ένας απλός μιμητής. Αντιθέτως, ενώ στηρίχθηκε στιλιστικά και μορφολογικά στην οικεία για αυτόν γερμανική ρομαντική παράδοση, επηρεάστηκε εξίσου από τη δημοτική μουσική της ιδιαίτερης πατρίδας του, η οποία με ανάγλυφο τρόπο σφράγισε υφολογικά το κοντσέρτο του, όπως άλλωστε και το σύνολο της δημιουργίας του. Ο ιδιαίτερος τρόπος, με τον οποίο ο συνθέτης εξισορρόπησε τον αστείρευτο λυρισμό του με μία πρόδηλη πιανιστική δεξιοτεχνία, κατέστησε το Κοντσέρτο ως ένα από τα δημοφιλέστερα της φιλολογίας του πιάνου, ενώ κορυφαίοι συνθέτες, όπως ο Τσαϊκόφσκι ή ο Σαίνμπεργκ, εξέφρασαν ανοιχτά την αμέριστη εκτίμησή τους για το έργο.
Μετά την εντυπωσιακή είσοδο του πιάνου, το πρώτο μέρος συνεχίζει με την ορχήστρα να εκθέτει το ρομαντικό και δραματικό πρώτο θέμα, που κατόπιν περνάει στο πιάνο. Τα βιολοντσέλα εισάγουν το λυρικότερο δεύτερο θέμα, που αποτελεί παραλλαγή ενός νορβηγικού τραγουδιού. Μετά την επεξεργασία των θεμάτων και την επανέκθεσή τους, όπως επιτάσσει μία κλασική φόρμα σονάτας, ακολουθεί μία άκρως δεξιοτεχνική και μεγαλοπρεπής καντέντσα του πιάνου και μία λαμπερή coda. Το δεύτερο μέρος είναι ένα ήρεμο, ποιμενικού χαρακτήρα Adagio, που ξεκινά με μία σκοτεινή μελωδία από τα έγχορδα. Το πιάνο στη συνέχεια σχολιάζει ραψωδικά έως ότου συμπαρασύρει την ορχήστρα σε δραματική κορύφωση, που με τη σειρά της καταλαγιάζει επαναφέροντας την αρχική ατμόσφαιρα. Το άκρως δεξιοτεχνικό για το πιάνο φινάλε βασίζεται σε δύο αντιθετικά θέματα, το πρώτο εξωστρεφές και έντονα χορευτικού χαρακτήρα, ενώ το δεύτερο ήπιο και αιθέριο. Το μέρος ολοκληρώνεται με το δεύτερο θέμα σε μεγαλοπρεπή μεταμόρφωση, όπου πιάνο και ορχήστρα από κοινού οδηγούνται σε μεγαλειώδη καταληκτική κορύφωση.
ΑΝΤΟΝΙΝ ΝΤΒΟΡΖΑΚ (1841 – 1904)
Συμφωνία αρ. 9 σε μι ελάσσονα, έργο 95 «του Νέου Κόσμου»
Adagio – Allegro molto
Largo
Molto vivace
Allegro con fuoco
Η Ζανέτ Θέρμπερ (1850 – 1946), απόφοιτος του Ωδείου του Παρισιού και σύζυγος ενός επιτυχημένου Νεοϋορκέζου επιχειρηματία, διοχέτευσε μεγάλο κομμάτι της δράσης της στην προώθηση της κλασικής μουσικής στη Νέα Υόρκη και ιδίως στη στήριξη των ντόπιων σπουδαστών μουσικής. Την περίοδο 1885-1886 ίδρυσε το Εθνικό Ωδείο Μουσικής δημιουργώντας παράλληλα σύστημα υποτροφιών ειδικά για νέους έγχρωμους μουσικούς. Δεδομένης της σημαντικής προσφοράς του Αντονίν Ντβόρζακ στη διαμόρφωση της τσέχικης μουσικής ταυτότητας, η Θέρμπερ εκτιμούσε πως η παρουσία του στη Νέα Υόρκη θα αποτελούσε παράδειγμα προς μίμηση και γι’ αυτό του πρότεινε τη θέση του διευθυντή στο νεοϊδρυθέν Ωδείο.
Μετά από χρονοβόρες διαπραγματεύσεις, ο Ντβόρζακ αποδέχτηκε την προσφορά της Θέρμπερ και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη τον Σεπτέμβριο του 1892. Οι υποχρεώσεις του δεν ήταν πολλές: έπρεπε να διδάσκει σύνθεση και να διευθύνει την ορχήστρα των σπουδαστών. Έτσι είχε αρκετό χρόνο για να αφιερώνει στη σύνθεση. Η εργασία του πάνω σε μία νέα συμφωνία, που εξέφραζε τις πρώτες του εμπειρίες από τον Νέο Κόσμο, ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 1892 και ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1893. Η θριαμβευτική πρώτη εκτέλεση της νέας αυτής συμφωνίας δόθηκε σε συναυλία της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης στις 16 Δεκεμβρίου 1893 στο Carnegie Hall υπό τη διεύθυνση του Άντον Σάιντλ.
Σχετικά με τις επιρροές της Συμφωνίας «του Νέου Κόσμου», ο ίδιος ο δημιουργός της διευκρίνισε: «Δεν έχω ουσιαστικά χρησιμοποιήσει καμία λαϊκή μελωδία των ντόπιων Αμερικανών. Απλά έγραψα πρωτότυπα θέματα, που ενσωματώνουν τις ιδιαιτερότητες της ινδιάνικης μουσικής, και χρησιμοποιώντας τα θέματα αυτά ως αντικείμενα επεξεργασίας, τα ανέπτυξα με όλες τις τεχνικές των μοντέρνων ρυθμών, της αντίστιξης και του ορχηστρικού ηχοχρώματος».
Ο Ντβόρζακ είχε πράγματι λίγες ευκαιρίες να έρθει σε επαφή με την αμερικανική μουσική παράδοση μέχρι τη σύνθεση της Συμφωνίας. Η κυριότερη γνωριμία ήταν αυτή με τα spirituals των νέγρων, που τα γνώρισε χάρη στον Αφροαμερικανό μαθητή του, Χάρι Μπάρλεϋ. Συχνά έχει επισημανθεί η ομοιότητα του διάσημου σόλο του αγγλικού κόρνου στο δεύτερο μέρος της Συμφωνίας με το spiritual «Steal Away». Επίσης, το δεύτερο θέμα του πρώτου μέρους παρουσιάζει ομοιότητες με το «Swing Low, Sweet Chariot». Μία ακόμα σχέση της Συμφωνίας με τις παραδόσεις του Νέου Κόσμου έχει να κάνει με το επικό ποίημα του Αμερικανού ποιητή Χένρυ Λονγκφέλοου, «Το τραγούδι του Χαϊουάθα» (1855). Η Θέρμπερ είχε υποβάλει στον Ντβόρζακ την ιδέα μίας όπερας βασισμένης στο ποίημα. Αν και μία τέτοια όπερα δεν γράφτηκε ποτέ, διάφορα σημεία στο δεύτερο και τρίτο μέρος της Συμφωνίας απηχούν την ατμόσφαιρα αποσπασμάτων του ποιήματος. Πέραν όλων αυτών πάντως, η δομή της Συμφωνίας είναι αδιαμφισβήτητα ευρωπαϊκή και μία κυκλική φόρμα είναι εμφανής, με το χαρακτηριστικό μοτίβο των κόρνων, που παρουσιάζεται αρχικά στην αρχή του κυρίως τμήματος του πρώτου μέρους, να επανεμφανίζεται σε κομβικά σημεία όλων των υπολοίπων μερών.