Τώρα που εξελέγη ο Τραμπ, θα διαψευστούν άραγε οι δημοσκοπήσεις και στη Γαλλία όπως διαψεύστηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες; Τα εκλογικά συστήματα των δύο χωρών είναι τόσο διαφορετικά – για να εκλεγεί κάποιος πρόεδρος πρέπει να λάβει τουλάχιστον 50% των ψήφων – ώστε οι άμεσες συγκρίσεις δεν έχουν πολύ νόημα. Κι όμως. Οι τάσεις που οδήγησαν τον Τραμπ στην εξουσία είναι παρούσες και στη Γαλλία και θα έχουν πιθανότατα ως αποτέλεσμα μια ενισχυμένη παρουσία της Λεπέν τον ερχόμενο Μάιο – ίσως και την εκλογή της.
Για να αξιολογηθούν οι πιθανότητές της, το πρώτο πράγμα που πρέπει να δει κανείς είναι οι δημοσκοπήσεις, σύμφωνα με τις οποίες η Λεπέν θα χάσει στον δεύτερο γύρο από τον υποψήφιο της κεντροδεξιάς, πιθανότατα τον Αλέν Ζιπέ. Αντίθετα με τον Τραμπ, η αρχηγός του Εθνικού Μετώπου έχει δοκιμαστεί σε πολλές εκλογικές αναμετρήσεις τα δύο τελευταία χρόνια και είναι μια πολιτικός καριέρας με παρελθόν. Όταν το κόμμα της, που υποστηρίζει την έξοδο από την ΕΕ και δραστικές μειώσεις των μεταναστών, έλαβε μέρος σε εκλογές, το μεγαλύτερο ποσοστό που έλαβε ήταν 30%.
Η αποχώρηση από την ευρωζώνη παραμένει ένας παράγων αστάθειας για πολλούς γάλλους ψηφοφόρους. Γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο, θεωρείται απίθανο η Λεπέν να συγκεντρώσει το 50,1% της λαϊκής ψήφου. Και αυτό το επιχείρημα παραμένει ισχυρό. Ο Τραμπ μπορεί να υποσχέθηκε ριζικές αλλαγές στο εμπόριο και τη δημοσιονομική πολιτική, ποτέ δεν είπε στους Αμερικανούς όμως ότι θα υποτιμήσει το νόμισμά τους. Αν το είχε κάνει, ακόμη και οι πιο οργισμένοι ψηφοφόροι θα δίσταζαν να κάνουν μια επιλογή που θα οδηγούσε σε κάθε πτώση της αξίας του σπιτιού τους ή της σύνταξής τους.
Παρόλα αυτά, οι επιδόσεις του παρελθόντος δεν αποτελούν ασφαλή δείκτη για τα αποτελέσματα του μέλλοντος. Και αυτό ισχύει και για τη Μαρίν Λεπέν. Πρώτον, δεν αποκλείεται να πάρει τις αποστάσεις της από την προοπτική αποχώρησης από την ευρωζώνη, προκειμένου να καθησυχάσει τους ψηφοφόρους (το έχει κάνει ήδη δύο φορές). Δεύτερον, οι προεδρικές εκλογές έχουν πολύ διαφορετικό χαρακτήρα από τις περιφερειακές, τοπικές, δημοτικές και ευρωπαϊκές εκλογές που έχουν προηγηθεί, και στις οποίες το Εθνικό Μέτωπο δεν έχει λάβει πάνω από 28%.
Στις εκλογές εκείνες, οι ψηφοφόροι διάλεγαν ένα κόμμα. Τον επόμενο Μάιο, αντίθετα, θα κληθούν να ψηφίσουν τη Λεπέν, μια πολιτική διασημότητα. Και η συμμετοχή θα είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι σε προηγούμενες εκλογές αναμετρήσεις, κάτι που έχει αποδειχθεί ότι ανατρέπει τις δημοσκοπήσεις.
Ενας πιο χρήσιμος οδηγός για το μέλλον της Λεπέν είναι οι επιδόσεις της στις προεδρικές εκλογές του 2012, ένα χρόνο αφότου είχε αναλάβει την ηγεσία του Εθνικού Μετώπου. Ελαβε τότε στον πρώτο γύρο 17,9%, λίγο περισσότερες από 6,4 εκατομμύρια ψήφους. Πρόκειται για έναν τεράστιο αριθμό, ειδικά για έναν πρωτοεμφανιζόμενο πολιτικό. Το Εθνικό Μέτωπο πέρασε ελάχιστα αυτόν τον αριθμό τρία χρόνια αργότερα, στις περιφερειακές εκλογές του περασμένου Δεκεμβρίου, ακριβώς μετά τις επιθέσεις στο Μπατακλάν.
Τον επόμενο Μάιο, η Μαρίν Λεπέν θα λάβει πολύ περισσότερες ψήφους. Και όποιος την αντιμετωπίσει από τα κεντροαριστερά δεν θα λάβει 28%, όπως έλαβε ο Φρανσουά Ολάντ στον πρώτο γύρο των προηγούμενων εκλογών. Το πολύ να λάβει 12%, που δίνουν τώρα οι δημοσκοπήσεις στον ακροαριστερό Ζαν-Λικ Μελανσόν. Στον δεύτερο γύρο, η Λεπέν θα αντιμετωπίσει μάλλον τον Ζιπέ και όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι θα χάσει. Το ίδιο όμως προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις και για τον Τραμπ απέναντι στην Κλίντον.
Ο Ζιπέ, βέβαια, δεν είναι Κλίντον. Δεν θα υπερασπίζεται μια θητεία, θα καταγγέλλει μια αντιδημοφιλή κυβέρνηση. Και δεν είναι τόσο μισητός όσο η Κλίντον από τους αντιπάλους του. Κατά βάθος, όμως, υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στον Ζιπέ και την Κλίντον. Και οι δύο υπήρξαν πολιτικά ενεργοί για δεκαετίες: ο Ζιπέ χρημάτισε πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών. Και οι δύο θεωρούνται «συστημικοί». Και οι δύο έχουν κατηγορηθεί για διαφθορά (ο Ζιπέ, μάλιστα, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε φυλάκιση με αναστολή). Και οι δύο προηγούνταν στις δημοσκοπήσεις μήνες πριν από τις εκλογές, χωρίς όμως να εμπνέουν ενθουσιασμό.
Η κοινή λογική λέει ότι αν ο Ζιπέ είναι αντιμέτωπος με τη Λεπέν στον δεύτερο γύρο, εκείνος θα λάβει 60% κι εκείνη 40%. Αυτό όμως βασίζεται σε κάπως πρωτόγονους υπολογισμούς: η Λεπέν είναι κάπου 20% λιγότερο τοξική από τον πατέρα της, ο οποίος είχε λάβει 18% όταν αντιμετώπισε τον Ζακ Σιράκ στον δεύτερο γύρο το 2002. Αλλά ο σημερινός κόσμος δεν είναι ίδιος μ’εκείνον του 2002. Εχει συμβεί κι ένα Brexit. Εχει εκλεγεί κι ένας Τραμπ.
Υπάρχει βέβαια το ενδεχόμενο ο Ζιπέ να χάσει τις primaires, που διεξάγονται στις 20 και 27 Νοεμβρίου. Μπορεί υποψήφιος της κεντροδεξιάς να είναι ο Σαρκοζί. Και αυτό ακριβώς επιθυμούν πολλοί στο περιβάλλον της Λεπέν, καθώς ο πρώην πρόεδρος έχει πολλούς σκελετούς στο ντουλάπι και οι προεδρικές εκλογές μπορεί να μετατραπούν σε ένα δημοψήφισμα για το πρόσωπό του. Αυτό συνέβη το 2012 και ο Ολάντ εξελέγη πρόεδρος.
Του Νίκολας Βίνοκαρ, αρθρογράφου στο Politico.