Ο επίσημος απολογισμός των θανάτων από την COVID-19 στο Ηνωμένο Βασίλειο έφθασε σχεδόν τις 43.000, υπογραμμίζοντας το στάτους της χώρας ως της πλέον πληγείσας στην Ευρώπη και θέτοντας περισσότερα ερωτήματα για τη διαχείριση της κρίσης από τον πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον.
Τα νέα επίσημα στοιχεία για την Αγγλία και την Ουαλία ανεβάζουν τον αριθμό των θανάτων σε τουλάχιστον 42.990, σύμφωνα με καταμέτρηση του Reuters, η οποία περιλαμβάνει στοιχεία που δημοσιεύθηκαν νωρίτερα από τη Σκοτία και τη Βόρεια Ιρλανδία, καθώς και τους πρόσφατους θανάτους σε νοσοκομεία στην Αγγλία.
Τα σημερινά στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας σκιαγραφούν επίσης μια ζοφερή εικόνα για τα γηροκομεία, που έχουν πληγεί ιδιαίτερα από τον ιό ο οποίος έχει προκαλέσει τουλάχιστον 317.700 θανάτους παγκοσμίως.
Ο θάνατος σε γηροκομεία στο Ηνωμένο Βασίλειο ξεπέρασε τις 10.000 στις 8 Μαΐου, σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά.
Αν και οι διαφορετικοί τρόποι υπολογισμού καθιστούν δύσκολη τη σύγκριση με άλλες χώρες, οι αριθμοί επιβεβαιώνουν πως η Βρετανία είναι ανάμεσα στις χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία.
Ένας τέτοιος υψηλός απολογισμός θανάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο αυξάνει την πίεση στον Τζόνσον. Αντιπολιτευόμενα κόμματα λένε ότι άργησε πολύ να επιβάλει lockdown, να εισαγάγει μαζικά τεστ και να εξασφαλίσει αρκετό προστατευτικό εξοπλισμό στα νοσοκομεία.
Εξάλλου, Βρετανοί βουλευτές επέκριναν σήμερα τη διαχείριση της πανδημίας του νέου κορονοϊού από τη βρετανική κυβέρνηση, κάνοντας λόγο για μια «ανεπαρκή» ικανότητα διενέργειας διαγνωστικών τεστ.
Παρά την αύξηση της ικανότητας διενέργειας διαγνωστικών τεστ στα 100.000 ημερησίως στα τέλη Απριλίου, αυτή ήταν «ανεπαρκής για το μεγαλύτερο μέρος της πανδημίας», γράφει ο συντηρητικός βουλευτής Κρεγκ Κλαρκ, ο οποίος είναι πρόεδρος της επιτροπής επιστημών και τεχνολογίας της Βουλής των Κοινοτήτων, σε επιστολή που απευθύνει προς τον Μπόρις Τζόνσον.
«Η ικανότητα [διενέργειας διαγνωστικών τεστ] δεν αυξήθηκε αρκετά νωρίς ή με με αρκετά φιλόδοξο τρόπο. Η ικανότητα διενέργειας διαγνωστικών τεστ κατηύθυνε τη στρατηγική» αντί για το αντίθετο, αναφέρει στη 19σέλιδη επιστολή.
«Είχαμε μικρή ικανότητα (διαγνωστικών τεστ) στις αρχές της πανδημίας», παραδέχθηκε σήμερα, μιλώντας στο BBC η υπουργός Εργασίας και Συντάξεων Τερέζ Κόφι, υπογραμμίζοντας ωστόσο πως «υπάρχουν αρκετά τώρα» χάρη στις προσπάθειες της κυβέρνησης.
Προκειμένου να καταλήξει στα συμπεράσματά της, η κοινοβουλευτική επιτροπή στηρίχθηκε σε ακροάσεις επιστημόνων, ειδικών στη δημόσια υγεία και κυβερνητικών συμβούλων, καθώς και σε συγκρίσεις με στρατηγικές που υιοθετήθηκαν σε άλλες χώρες.
Αναφέρει πως μόνο 1.215 τεστ είχαν πραγματοποιηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 10 Μαρτίου σχεδόν δύο εβδομάδες πριν από την επιβολή μέτρων περιορισμού λόγω της ραγδαίας εξάπλωσης του ιού.
Στις 12 Μαρτίου, οι αρχές είχαν αποφασίσει να μην πραγματοποιούν συστηματικά τεστ και να τα κρατήσουν για τις πιο κρίσιμες περιπτώσεις στα νοσοκομεία, στη συνέχεια για τους εργαζόμενους πρώτης γραμμής στον τομέα της υγείας.
Το μέτρο αυτό είχε βαριές συνέπειες για τα γηροκομεία που δεν μπόρεσαν να έχουν πρόσβαση στα τεστ «την ώρα όπου η εξάπλωση του ιού ήταν η πιο ραγδαία», υπογραμμίζεται στην επιστολή.
Οι προσωρινοί εργαζόμενοι, που αντικαθιστούσαν εκείνους που απομονώνονταν στα σπίτια τους για προληπτικούς λόγους, μετέδωσαν τον ιό σε πολλά γηροκομεία, υπογραμμίζει εξάλλου μια έρευνα της υπηρεσίας δημόσιας υγείας της Αγγλίας, Public Health England, που πραγματοποιήθηκε από τις 11-13 Απριλίου και αποκάλυψε σήμερα η εφημερίδα The Guardian.
Συνολικά, τουλάχιστον 12.500 άνθρωποι σε γηροκομεία στην Αγγλία και την Ουαλία πέθαναν από τον νέο κορονοϊό μέσα σε δύο μήνες σύμφωνα με επίσημη έρευνα.
Στη συνέχεια τα διαγνωστικά τεστ επεκτάθηκαν στους εργαζομένους-κλειδιά στα τέλη Απριλίου, στη συνέχεια στους ενοίκους και τους υπαλλήλους των γηροκομείων.
Χθες, Δευτέρα, ο υπουργός Υγείας Ματ Χάνκοκ ανακοίνωσε πως οποιοσδήποτε παρουσιάζει συμπτώματα και είναι ηλικίας άνω των 5 ετών μπορεί στο εξής να υποβληθεί σε τεστ, ενώ η κυβέρνηση σκοπεύει πλέον σε μια ικανότητα 200.000 τεστ ημερησίως μέχρι τα τέλη Μαΐου.
Ενόψει μιας μελλοντικής άρσης των μέτρων περιορισμού, που αναμένεται να αρχίσει σταδιακά από τις αρχές Ιουνίου, 21.000 άνθρωποι προσελήφθησαν για να συνοδεύσουν τη μελλοντική στρατηγική εντοπισμού ανθρώπων που έχουν μολυνθεί, παράλληλα με μια εφαρμογή εντοπισμού επαφών.