Σε κοινή δήλωση προχώρησαν ο Ευάγγελος Αντώναρος (πρώην κυβερνητικός εκπρόσωπος), ο Χρήστος Ζώης (πρώην υπουργός) και ο Άρης Σπηλιωτόπουλος (πρώην υπουργός Παιδείας) με αφορμή την αστυνομοκρατία που προωθεί για τα δημόσια πανεπιστήμια η κυβέρνηση.
«Η κατάσταση που επικρατεί, εδώ και χρόνια, στα ελληνικά πανεπιστήμια ασφαλώς και δεν είναι ιδανική. Μικρές ομάδες προχωρούν σε έκνομες πράξεις, εκτρέπονται ακόμη και σε βαριά ποινικά αδικήματα, απειλούν καθηγητές και συμφοιτητές τους, προκαλούν καταστροφές και βεβήλωση δημόσιας περιουσίας.
Αυτές οι συμπεριφορές δεν είναι αποδεκτές. Από κανένα. Τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και η πανεπιστημιακή κοινότητα πρέπει να προστατευθούν
Πολλές φορές στον παρελθόν οι προσπάθειες που έγιναν προσέκρουαν στο σεβασμό του πανεπιστημιακού ασύλου που κάποιοι, πολλές φορές ξένοι προς την πανεπιστημιακή κοινότητα, το παρερμήνευαν ως απόλυτο άβατο για να κάνουν ανενόχλητοι ο, τι θέλουν.
Οι συζητήσεις, σε όλα τα επίπεδα, για άρση η επαναπροσδιορισμό του ασύλου που παρέμενε ως σύμβολο για τη μη επιστροφή σε αυταρχικές πρακτικές ανελεύθερων εποχών και στη φασίζουσα νοοτροπία μιας άλλης εποχής, ήταν πολλές. Όμως στο τέλος το πανεπιστημιακό άσυλο, με αυτή την απόλυτη μορφή του, πέρασε στην ιστορία.
Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε η συζήτηση αν τα πανεπιστήμια χρειάζονται φύλαξη. Η απάντηση είναι απλή. Φυσικά και είναι απαραίτητα μέτρα φύλαξης και ασφαλείας για όσους σπουδάζουν, όσους διδάσκουν κι όσους εργάζονται εκεί. Καθώς και για τις συχνά πολύτιμες εγκαταστάσεις.
Λύση πρακτική κι αποδεκτή, αντίστοιχη με ότι συμβαίνει παντού στις δημοκρατίες δεν βρέθηκε. Με ευθύνη πολλών πλευρών. Αλλά αντί να συνεχιστεί και να εντατικοποιηθεί ο διάλογος, όπως θα έπρεπε να γίνει, αποφασίσθηκε από την Πολιτεία ξαφνικά ότι το θέμα, υπαρκτό και μεγάλο, μπορεί να λυθεί με τον διορισμό 1.200 ειδικών φρουρών που θα εγκατασταθούν μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους και θα υπάγονται απευθείας στην κρατική εξουσία, στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.
Οι ρυθμίσεις αυτές είναι απαράδεκτες. Δεν υπάρχουν πουθενά στην Ευρώπη, στην Αμερική κι όπου άλλου τα πανεπιστήμια είναι – όπως κι εδώ άλλωστε – αυτοδιοίκητα και πρέπει να μεριμνούν με δική τους ευθύνη για θέματα φύλαξης και ασφάλειας. Όταν δε διαπιστώνουν βαρειά παραβατική συμπεριφορά έχουν το δικαίωμα (αλλά και την υποχρέωση) να καλούν προς τούτο την αστυνομία.
Καμία κυβέρνηση στον πολιτισμένο κόσμο δεν σκέφθηκε ούτε κατά διάνοια να προχωρήσει σε τέτοιες αντιδημοκρατικές και σαφώς αντισυνταγματικές ρυθμίσεις. Είναι αδιανόητο τα πανεπιστήμια της Οξφόρδης, του Βερολίνου, της Σορβόνης, της Ρώμης, της Βαρκελωνης, της Πράγας να αστυνομοκρατούνται. Οι πανεπιστημιακοί χώροι είναι χώροι ιεροί όπου δεν έχουν καμία θέση ένστολοι – έστω και με λεγόμενο ελαφρύ οπλισμό – όπως προσπαθεί να πείσει τους σαστισμένους Έλληνες πολίτες ο αρμόδιος Υπουργός.
Πριν αρχίσει η πανδημία η Ελλάδα αγκομαχούσε να ξεπεράσει μια βαθειά δεκαετή οικονομική κρίση. Η χρηματοδότηση των δημοσίων πανεπιστημίων που μόρφωσαν χιλιάδες επιστήμονες έχει μειωθεί δραματικά. Λείπουν κονδύλια για αναγκαίες προσλήψεις διδακτικού προσωπικού, για έρευνα, για σύγχρονες εγκαταστάσεις.
Αντί λοιπόν να γίνουν τέτοιας μορφής απόλυτα αναγκαίες επενδύσεις στα πανεπιστήμια αποφασίζεται μαζική στελέχωση πανεπιστημιακής αστυνομίας.- και μάλιστα με μεθοδεύσεις που θυμίζουν ξεπερασμένες παλαιοκομματικές πρακτικές. Ομως: Οποια κι αν είναι τα κίνητρα, αυτή η ανατριχιαστική νομοθετική ρύθμιση κανένα από τα υπαρκτά προβλήματα στη λειτουργία των ΑΕΙ δεν θα μπορέσει να επιλύσει. Αντίθετα ρίχνει, χωρίς λόγο, λάδι σε μια φωτιά που σιγοκαίει, υπονομεύοντας ταυτόχρονα τις δημοκρατικές ελευθερίες με μεθοδεύσεις που έχουμε κλειδαμπαρώσει προ πολλού στο χρονοντούλαπο της ιστορίας..
Ως πολιτικά πρόσωπα που υπηρετήσαμε δημοκρατικές κυβερνήσεις με απόλυτο σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και στις πολιτικές ελευθερίες αλλά και ως ενεργοί πολίτες με προοδευτικό πρόσημο απευθύνουμε έκκληση να μην εφαρμοσθούν έστω και την τελευταία στιγμή αυτές οι ρυθμίσεις που όχι μόνο θα βυθίσουν τα πανεπιστήμια σε ακόμη βαθύτερη κρίση αλλά και εκθέτουν τη χώρα μας στα μάτια της διεθνούς κοινότητας.»