Το πιο σκοτεινό κεφάλαιο στο επιτυχημένο σύμπαν των ταινιών “Το Κάλεσμα” επικεντρώνεται στην προέλευση του απόλυτα τρομαχτικού χαρακτήρα, της Δαιμονικής Καλόγριας, που εξαπολύει όλες τις σατανικές δυνάμεις της σε ένα απομονωμένο μοναστήρι στη Ρουμανία του 1952. Στο -πιο ανατριχιαστικό δεν γίνεται- spin-off και sequel μαζί πρωταγωνιστεί ο Ντέμιαν Μπισίρ (“Οι Μισητοί Οκτώ”) και η Τάσια Φαρμίγκα (“American Horror Story”), καθώς έρχονται αντιμέτωποι με την Μπόνι Άαρονς στον φρικιαστικό ρόλο της Διαβολικής Καλόγριας που υποδύθηκε για πρώτη φορά με τεράστια επιτυχία στο “Κάλεσμα 2”. Ο Τζέιμς Γουάν, επικεφαλής του franchise που έχει σημειώσει μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, παραδίδει τα ηνία της σκηνοθεσίας στον πολλά υποσχόμενο Κόριν Χάρντι (“The Hallow”), ενώ το σενάριο υπογράφει ο εραστής του τρόμου Γκάρι Ντάουμπερμαν (“It”).
Σύνοψη
Όταν μια νεαρή καλόγρια αυτοκτονεί σ΄ένα απομονωμένο μοναστήρι της Ρουμανίας, ένας ιερέας με θολό παρελθόν (Ντέμιαν Μπισίρ) και μία ασκούμενη μοναχή (Τάισα Φαρμίγκα), στέλνονται από το Βατικανό για να διερευνήσουν τον θάνατό της. Διακινδυνεύοντας τη ζωή τους, την πίστη και τις ίδιες τις ψυχές τους, έρχονται αντιμέτωποι με μία δαιμόνια δύναμη στο πρόσωπο μιας καλόγριας. Η μονή μετατρέπεται σε τρομακτικό πεδίο μάχης ανάμεσα στους ζωντανούς και τους καταραμένους.
Ο ΘΕΟΣ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΕΔΩ
Το ανίερο κακό με την ιερή περιβολή επιστρέφει με το θρίλερ “Η Καλόγρια”, το πιο πρόσφατο κεφάλαιο στο σύμπαν των ταινιών “Το Κάλεσμα”, με μία ολόκληρη ταινία αφιερωμένη στην προέλευση αυτής της τρομαχτικής μορφής. Το κοινό ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την Καλόγρια ή αλλιώς δαίμονα Βάλακ στη μεγάλη εισπρακτική επιτυχία “Το Κάλεσμα 2”. Σε αυτή την ταινία, η επική μάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό επιστρατεύει έναν ιερέα με σκοτεινό παρελθόν και μία ασκούμενη με δικό της παρασκήνιο που δεν είναι το μόνο πράγμα που τη στοιχειώνει, αν υπολογίσει κανείς τη δαιμόνια καλόγρια.
“Μου άρεσε το μυστήριο της Καλόγριας, όταν την είδα για πρώτη φορά. Δεν δίνεται καμία εξήγηση για εκείνη, αλλά η εμφάνιση και η συμπεριφορά της είναι εντελώς τρομαχτικές. Είναι η τέλεια τρομαχτική περσόνα, το ράσο της μπλοκάρει το πρόσωπο της, σκεπάζει το σώμα και τα μέλη της και την κάνει να μοιάζει απόκοσμη. Είναι σαν να γλιστράει χωρίς τα πόδια της να αγγίζουν το έδαφος” λέει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης Κόριν Χάρντι. Ο σεναριογράφος Γκάρι Ντάουμπερμαν ήταν η λογική επιλογή για να γράψει ένα σενάριο μετά τα επιτυχημένα “Annabelle” και “Annabelle:Creation” στα οποία η Καλόγρια έκανε μία μικρή εμφάνιση. “Το σενάριο είναι τόσο έντονο” δηλώνει ο σκηνοθέτης. “Ο Γκάρι είναι φοβερά ταλαντούχος σεναριογράφος. Ξέρει το είδος καλά γιατί, όπως κι εγώ, λατρεύει τον τρόμο και το πάθος του φαίνεται. Κράτησε την ισορροπία της ιστορίας με σπουδαίες ιδέες και πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Η ιστορία σε κρατάει από την αρχή και δεν σε αφήνει”.
Ο Ντέμιαν Μπισίρ, που πρωταγωνιστεί ως Πάτερ Μπερκ, λέει ότι ήδη από την ανάγνωση του σεναρίου τον τράβηξε το παραφυσικό της υπόθεσης. “Είναι ένας από τους πιο πολύπλοκους χαρακτήρες που έχω διαβάσει. Το σενάριο ήταν πολύ καλογραμμένο, πολύπλοκο και βαθύ με διαφορετικούς τρόπους”. Στον ρόλο της ασκούμενης Αδελφής Ιρένε βλέπουμε την Τάισα Φαρμίγκα που επίσης ενθουσιάστηκε με το σενάριο. “Μου άρεσε πολύ το σενάριο του Γκάρι. Νομίζω ότι φαίνεται τι είδους σεναριογράφος είναι, αφού η ιστορία είναι τρομαχτική και σε στοιχειώνει, αλλά έχει και ανάλαφρα στοιχεία μέσα. Είναι σαν ένα ρόλερ κόστερ όπου έχεις όλα τα συναρπαστικά ανεβοκατεβάσματα”.
Κατά τη σύλληψη της ιστορίας, οι Γκάρι Ντάουμπερμαν και Τζέιμς Γουάν (ο δημιουργός του επιτυχημένου franchise) εμπνεύστηκαν από το σκοτεινό γοτθικό στυλ που χαρίζει το σκηνικό της ιστορίας, ένα κάστρο στη Ρουμανία, ένα μέρος ριζωμένο στον τρόμο. Στην ταινία, το κάστρο ανήκει στην εκκλησία και λειτουργεί σαν μοναστήρι για χρόνια. Για να κορυφωθεί ο τρόμος, το μοναστήρι είναι απομονωμένο και οι καλόγριες έχουν ξεκόψει εντελώς από τον υπόλοιπο κόσμο.
Ο Ντάουμπερμαν λέει σχετικά: “Πρόκειται για ένα μεγάλο οχυρό στις ρίζες των Καρπάθιων και οι καλόγριες είναι ολομόναχες εκεί. Υπάρχουν μεγάλοι διάδρομοι και ένα παρεκκλήσι, κάτι που δεν συναντάς σε συνηθισμένα σπίτια. Φαντάσου μία νεαρή ασκούμενη να μπαίνει μέσα από τις πύλες του κάστρου. Ξαφνικά, είναι μικροσκοπική και περιτριγυρίζεται από πολλές σκιές και μέρη από όπου κάτι τρομαχτικό μπορεί να ξεπεταχτεί. Αμβλύνει οτιδήποτε τρομαχτικό στον απόλυτο βαθμό”. Ο Γουάν προσθέτει: “Αυτές οι καλόγριες είναι αιχμάλωτες στο μοναστήρι και πρέπει να κρατάνε μέσα αυτή τη δαιμονική οντότητα. Προσπαθούν να εμποδίσουν το κακό να μην βγει στον κόσμο… Αυτό είναι κλασική γοτθική αφήγηση”.
ΆΦΕΣ ΗΜΙΝ ΤΑ ΟΦΕΙΛΗΜΑΤΑ ΗΜΩΝ
Μία καλόγρια στο μοναστήρι στην Τρανσυλβανία διαπράττει το απόλυτο αμάρτημα: αυτοκτονεί. Είναι επιτακτικό για την εκκλησία να καθορίσει αν το μέρος είναι ακόμα ιερό ή αν το κακό έχει απλωθεί στη μονή. Το Βατικανό επιστρατεύει τον ειδήμονα Πάτερα Μπερκ, έναν ιερωμένο από τη Φιλαδέλφεια που είναι από τους ελάχιστους που μπορούν να εξετάσουν το μυστήριο αυτού του σκοτεινού φαινομένου. Ο Ντέμιαν Μπισίρ περιγράφει τον ρόλο του: “Ο Πάτερ Μπερκ είναι ένας άνθρωπος πιστός και κυνηγός δαιμόνων που πιστεύει ότι είναι δυνατό να σώσει τον κόσμο εξολοθρεύοντας έναν δαίμονα τη φορά. Είναι μαχητής σε διαφορετικά μέτωπα. Όμως, είναι στοιχειωμένος από τους δικούς του δαίμονες και αυτή είναι η πραγματική μάχη που αντιμετωπίζει κάθε μέρα”.
Την τελευταία φορά που αντιμετώπισε έναν δαίμονα, προέκυψε μια φοβερή τραγωδία. Έχει περάσει σχεδόν μία δεκαετία και ακόμα διατηρεί απόσταση από τέτοιες υποθέσεις, γιατί είναι σε δίλλημα. Παρά την αναστάτωση που του προκαλεί αυτή η αποστολή, ο Πάτερ Μπερκ θα ενδώσει στις επιθυμίες του Καρδινάλιου. “Μετά τους όρκους που παίρνεις, έχεις υποσχεθεί στον Θεό να είσαι στις υπηρεσίες του για πάντα” λέει ο ηθοποιός. “Ως στρατιώτης δεν φέρνεις αντιρρήσεις στις εντολές, δεν αρνείσαι κανένα κάλεσμα”. Για να προετοιμαστεί, ξεσκονίζει τα εργαλεία του: τον αγιασμό, τον σταυρό του, τη Βίβλο του και ξεκινά προς αβέβαιη κατεύθυνση. Το Βατικανό ορίζει να έχει μαζί του μια ασκούμενη μοναχή, την Αδελφή Ιρένε. Η Τάισα Φαρμίγκα, που υποδύεται τον ρόλο, λέει: “Η Αδελφή Ιρένε πιστεύει ότι θα είναι μια εύκολη αποστολή. Δεν γνωρίζει πόσο ακραίο θα είναι το ταξίδι ή τί είδους θάρρος θα πρέπει να βρει. Δεν νομίζω ότι είναι έτοιμη για το κακό που επικρατεί στο μοναστήρι”.
Ο Μπισίρ επισημαίνει: “Στην αρχή, το μέγεθος της ξεγελάει τον Πάτερα Μπερκ, αλλά παρ’ όλο που η Αδελφή Ιρένε είναι μικροσκοπική και μοιάζει εύθραυστη, καταλαβαίνει ότι μπορεί να είναι τολμηρή και τη θαυμάζει για αυτό. Η Αδελφή Ιρένε είναι πολύ δυνατή γιατί το πνεύμα της είναι δυνατό”. Όπως και ο Πάτερ Μπερκ, έτσι και η Αδελφή Ιρένε έχει ένα παρελθόν με πολύ πόνο. “Έχει και εκείνη τους δαίμονες της” λέει η Φαρμίγκα. “Ως παιδί, έβλεπε οράματα που την έχουν στοιχειώσει. Ως νεαρή γυναίκα, η εκκλησία την έχει καλωσορίσει και την ενθάρρυνε να αφοσιωθεί στον Θεό με το να γίνει καλόγρια και ακολούθησε αυτό τον δρόμο, γιατί έτσι τα οράματα της εξασθένησαν. Αλλά ποτέ δεν βρήκε την απάντηση για αυτά και ο λόγος ήταν ότι θα πήγαινε αυτό το ταξίδι για να βρει την αλήθεια”.
“Ο Πάτερ Μπερκ είναι λίγο εκκεντρικός ιερέας” λέει ο σκηνοθέτης. “Έχει κάτι το πατρικό στον τρόπο που προσέχει την Αδελφή Ιρένε. Έχει συντριβεί στο παρελθόν του και δεν θέλει να της συμβεί τίποτα κακό. Είναι απεγνωσμένος να την προφυλάξει από κάθε κίνδυνο, σωματικό ή πνευματικό. Η Αδελφή Ιρένε είναι αφελής και αβέβαιη και καθώς περνάει αυτήν την τρομαχτική ταλαιπωρία, βρίσκει τη δύναμη της. Το χάρισμα τους, ατομικά και σαν ομάδα, έρχεται από τις ερμηνείες. Είναι αυθεντικές και αληθινές” λέει ο σκηνοθέτης.
Αυθεντικές με το παραπάνω, αφού η Φαρμίγκα επένδυσε τόσο πολύ στον χαρακτήρα της που είχε εφιάλτες σε όλο το γύρισμα. “Η Τάισα είναι απίστευτα προικισμένη ηθοποιός και καθώς αναπαριστούσε τον τρόμο που βίωνε ο χαρακτήρας της, έβλεπε η ίδια τρομαχτικά οράματα και είχε τραυματικές στιγμές. Μπήκε στο πετσί του ρόλου για να το νιώσει και το κοινό. Της είμαι υπόχρεος για αυτό” λέει ο σκηνοθέτης. Η Φαρμίγκα ανταποκρίνεται: “Η συνεργασία ήταν καταπληκτική γιατί είναι πολύ καλλιτεχνικός και δημιουργικός και πολύ καλός στο να προκαλεί συναισθηματικό τρόμο. Δεν είναι απλώς φόβος. Τι τον υποκινεί; Έχει λύπη; Έχει προσμονή; Είναι τόσο παθιασμένος με τα πάντα και μοιάζει να έχει τρυφερή ψυχή… μέχρι που ξαφνικά βάζει μία σατανική καλόγρια μπροστά στο πρόσωπο σου” λέει γελώντας η ηθοποιός.
Παρ’ όλο που το Βατικανό επιβεβαίωσε στον Πάτερα Μπερκ ότι η Αδελφή Ιρένε έχει εμπειρία στον χώρο, η ίδια τον ενημερώνει ότι δεν έχει βρεθεί εκεί ποτέ ξανά. Κι αυτό δεν είναι το μόνο μυστήριο που έχουν να ξεδιαλύνουν, είτε σε σχέση με το κάστρο είτε ανάμεσα τους. Και οι δύο ζουν στο παρελθόν και είναι ευάλωτοι. Αλλά δένονται κιόλας. Αντίστοιχα, οι δύο ηθοποιοί δέθηκαν στο γύρισμα στη Ρουμανία. “Δεν έχεις στη διάθεση σου μήνες, πρέπει να δεθείς αμέσως, οπότε ήμουν τυχερός με την Τάισα” λέει ο Μπισίρ. “Τη θαυμάζω τόσο πολύ. Έχει φανταστική προσωπικότητα, όχι μόνο ως ηθοποιός, αλλά και ως άνθρωπος”.
Ο θαυμασμός είναι αμοιβαίος. “Ο Ντέμιαν είναι πολύ αστείος τύπος, έχει σπουδαία προσωπικότητα” λέει η ηθοποιός. “Είναι γεμάτος ζωντάνια και ενέργεια και αγάπη για τα πάντα” σχολιάζει. “Ως ηθοποιός είναι απίστευτος και ενσάρκωσε τον ρόλο με πολύ συναίσθημα”. Καθώς οι δυο τους φεύγουν από τη Ρώμη και αφήνουν πίσω τους τον κόσμο του 1952, βρίσκονται σε ένα μικρό χωριό στην Τρανσυλβανία. Εκεί ο χρόνος έχει σταματήσει και βρίσκονται στον μεσαίωνα. Ένας χωμάτινος δρόμος απλώνεται μπροστά τους και το μόνο μέσο μεταφοράς είναι μία άμαξα που τη σέρνουν άλογα. Ο Φρέντσι, όπως τον αποκαλούν στην πόλη, είναι ένας ντόπιος που τους οδηγεί στο μοναστήρι. Είναι ο άτυχος τύπος που ανακάλυψε την καλόγρια που είχε αυτοκτονήσει. Ο ρόλος δόθηκε στον Τζόνας Μπλοκέτ που είναι φανατικός οπαδός του “Καλέσματος”. “Έχω δει και τις δύο ταινίες και λάτρεψα το σενάριο, οπότε η συμμετοχή μου στην ταινία είναι μία από τις καλύτερες της καριέρας μου” λέει ο ηθοποιός.
Ο Χάρντι πιστεύει ότι ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Μπλοκέτ, πασπαλισμένος με χιούμορ που είναι και το σημείο αναφοράς του Ντάουμπερμαν, δίνει άλλο επίπεδο στην ιστορία. “Ο Φρέντσι είναι αξιαγάπητος και μέρος αυτής της παράξενης παρέας με τον ιερέα και την καλόγρια, που μπορεί να βλέπουν τον κόσμο διαφορετικά, αλλά παραμένουν κολλημένοι για την ώρα. Έχει χιούμορ εδώ και ο Τζόνας το απέδωσε εξαιρετικά”.
ΜΗ ΕΙΣΕΝΕΓΚΗΣ ΗΜΑΣ ΕΙΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΝ
Οι μοναχές στο μοναστήρι πάσχουν από αγωνία και φόβο, καθώς η Αδελφή Ιρένε προσπαθεί να μάθει την αλήθεια για το κακό που κρύβεται εκεί. Ανάμεσα τους υπάρχει μία που όχι μόνο δεν φοβάται, αλλά σπέρνει τον τρόμο σε ολόκληρη τη μονή. Η Μπόνι Άαρονς επιστρέφει στον ρόλο με τον οποίο έκλεψε τις εντυπώσεις στο “Κάλεσμα 2” και προσωποποιεί το απόλυτο κακό, τη Διαβολική Καλόγρια. Όταν θυμάται πώς πήγε η οντισιόν για τον ρόλο την πρώτη φορά, η Άαρον λέει: “Το μόνο που είχα ακούσει είναι ότι πρόκειται για ταινία του Τζέιμς Γουάν. Αυτό μου ήταν αρκετό. Τον βρίσκω πανέξυπνο. Είμαι φανατική οπαδός των ταινιών του. Δεν μου έδωσαν σενάριο. Μου είπαν να μπω μέσα και να τρομάξω τους πάντες” χαμογελάει. Και δούλεψε.
Ο σκηνοθέτης δεν μπορεί να φανταστεί καλύτερη επιλογή για τον ρόλο. “Ήταν σημαντικό να ξαναέχουμε την Μπόνι. Προφανώς δεν είναι ανατριχιαστική στην πραγματική της ζωή, αλλά όταν μακιγιάρεται και βάζει το ράσο γίνεται τρομαχτική. Ήταν πολύ αγχωτικό” παραδέχεται. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί συμφωνούν. “Θυμάμαι να κάνω μία σκηνή όπου προσεύχομαι και ήξερα ότι η Μπόνι είναι από πίσω μου ως Διαβολική Καλόγρια. Μόνο η σκιά της με έκανε να ανατριχιάσω. Ήταν πολύ τρομαχτικό” λέει ο Μπισίρ.
Η Φαρμίγκα επίσης είχε τρομάξει πάρα πολύ. “Προσπάθησα όσο μπορούσα, ειδικά τη νύχτα, να μην σκέφτομαι αυτό το διαβολικό πρόσωπο” παραδέχεται. Η Άαρονς από την πλευρά της χαίρεται που έδωσε αυτή την εντύπωση. “Αυτό θέλεις ως ηθοποιός. Να τρυπώνεις στο μυαλό τους. Μου αρέσει που άνθρωποι από όλο τον κόσμο με ψάχνουν για να μου πουν ότι η Διαβολική Καλόγρια τους στοιχειώνει και τους προκαλεί εφιάλτες”.
ΣΤΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ
Η ταινία γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στη Ρουμανία. Παρόλο που η ιστορία διαδραματίζεται τη δεκαετία του 1950, το μεγαλύτερο μέρος της δράσης λαμβάνει χώρα σε κτήρια του 14ου αιώνα.
Για τις ανάγκες της ταινίας, η παραγωγή έστησε τέσσερις τάφους στην αίθουσα “Tomb Room”. Οι ταφόπλακες είχαν σκαλισμένα στην επιφάνειά τους τα πρόσωπα του σκηνοθέτη Κόριν Χάρντι, του σεναριογράφου Γκάρι Ντάουμπερμαν, του διευθυντή φωτογραφίας Μαξίμ Αλεξάντρ, του διευθυντή εκτέλεσης παραγωγής Μάικλ Κλίαρ, καθώς και του πρώτου βοηθού σκηνοθέτη Χάρι Μπόιντ. Τα κοινό μπορεί να δει τον “τάφο” του Ντόμπερμαν, όταν οι χαρακτήρες μπαίνουν για πρώτη φορά στοTomb Room.
Η παραγωγή έχτισε μια ολόκληρη εκκλησία, επειδή στη Ρουμανία απαγορεύονται τα γυρίσματα σε εκκλησίες. Προκειμένου η σχεδιάστρια παραγωγής Τζένιφερ Σπενς να έχει κάποιο σημείο αναφοράς, ο Χάρντι μέτρησε τις διαστάσεις και πήρε φωτογραφίες από την εκκλησία του χωριού που μεγάλωσε, στο Σάσεξ της Αγγλίας. Η Σπενς αναδημιουργούσε την κλίμακα, την εμφάνιση και τη σχεδίαση της εκκλησίας για την ταινία. Η παραγωγή ευλογήθηκε από έναν ορθόδοξο ιερέα. Καθώς τα κατσίκια και τα πρόβατα ήταν συχνοί επισκέπτες στο σετ, την ημέρα που ο ιερέας ευλόγησε την παραγωγή, τα μέλη του συνεργείου έπρεπε να περιμένουν να περάσει ένα κοπάδι κατσίκια, ώστε να μπορέσουν να φτάσουν στο σετ.
Η παραγωγή χρησιμοποίησε μερικά props – συμπεριλαμβανομένης μιας ομαδικής φωτογραφίας κάποιων μοναχών, και ενός σταυρού – από την ταινία “Annabelle: Creation”. Χρειάστηκε τόσο μαύρο ύφασμα για να ντυθούν οι καλόγριες, που κάποια στιγμή εξαντλήθηκε το υλικό που προμηθευόταν η παραγωγή από το εργοστάσιο στη Ρουμανία. Ο Ντέμιαν Μπισίρ που υποδύεται τον Πατέρα Μπερκ αποκαλεί τον χαρακτήρα “Τζέιμς Μποντ, εκείνων που σώζουν ψυχές”, ενώ ο Κόριν Χάρντι τον αποκαλεί «Βρώμικο Χάρι των εξορκιστών».
Στο πλαίσιο της προετοιμασίας και της έρευνας για την ενσάρκωση της αδελφής Ιρένε, η Τάισα Φαρμίγκα παρακολούθησε το “The Nun’s Story”, με πρωταγωνίστρια την Όντρεϊ Χέπμπορν. Η Τάισα ζήτησε συμβουλές από την αδελφή της, τη Βέρα Φαρμίγκα, η οποία είχε πρωταγωνιστήσει στο “Κάλεσμα” και “Κάλεσμα 2” για το πώς να αντιμετωπίσει τις φοβίες που συχνά προκαλούνται όταν παίζεις σε ταινίες τρόμου. Η Βέρα της είπε να προσπαθεί να βρίσκει ηρεμία στο τέλος της ημέρας και να μην παίρνει ποτέ μαζί της στο σπίτι το άγχος της δουλειάς. Η Τάισα προσπάθησε να παρακολουθήσει τις δύο ταινίες με πρωταγωνίστρια την αδερφή της τέσσερις φορές, αλλά φοβόταν τόσο, που τελικά δεν κατάφερε να δει ποτέ την ταινία μέχρι το τέλος.
Η Τάισα είχε βγει για φαγητό με τη Βέρα όταν έλαβε ένα email στο οποίο ο σκηνοθέτης της ταινίας, της ζητούσε να περάσει οντισιόν. Ο Τζέιμς Γουάν είχε μια πολύ συγκεκριμένη ιδέα στο μυαλό τους για το πώς θα ήταν ο δαίμονας Βάλακ, γνωστός και ως “Η Καλόγρια”, και έτσι πέρασαν από οντισιόν εκατοντάδες υποψήφιοι, συμπεριλαμβανομένων μερικών ανδρών, πριν διαλέξουν την Μπόνι ‘Ααρονς.
Ενώ η παραγωγή ήταν σε εξέλιξη, ο σκηνοθέτης Κόριν Χάρντι θυμήθηκε ξαφνικά ότι, χρόνια πριν κόντεψε να πάθει καρδιακό βλέποντας την Αάρονς να ενσαρκώνει μία τρομακτική άστεγο σε μια σύντομη σκηνή στην ταινία “Mulholland Drive”. Ο Χάρντι, όταν ήταν νέος, σκηνοθέτησε τις πρώτες του ταινίες σε Super 8, πειραματιζόμενος με την τεχνική του stop-motion animation, προσπαθώντας να κάνει «κλώνους» των ταινιών “Evil Dead”, “Friday the 13th” και “Aliens”, όπως λέει ο ίδιος αστειευόμενος.
Ο Χάρντι έριξε ένα κουβά από ψεύτικο αίμα στα σκαλοπάτια της ψεύτικης εισόδου του μοναστηριού, που είχε κατασκευάσει η παραγωγή στο Κάστρο Κόρβιν – και έπειτα το «ζωγράφισε» ώστε να φαίνεται ρεαλιστικό. Πιστεύει ότι υπάρχει τέχνη στο να στήνεις αιματοβαμμένα σκηνικά. Κατά τη διάρκεια ενός νυχτερινού γυρίσματος στο Κάστρο Κόρβιν, μία νυχτερίδα μπήκε σε μία από τις σκηνές, όπου η Μπόνι Άαρονς, ντυμένη ως Δαιμονική Καλόγρια, ξεκουραζόταν. Η νυχτερίδα τρομοκρατήθηκε –και ποιος δεν θα το πάθαινε μετά από μια συνάντηση με την Καλόγρια; – αλλά κατάφερε και την έβγαλε έξω από τη σκηνή ένα μέλος του συνεργείου.