Παρά τις συλλήψεις και τις καταδίκες, οι διάφορες ιταλικές μαφιόζικες οργανώσεις εξακολουθούν να θάλλουν, με κίνδυνο να υποκαταστήσουν το κράτος, καθώς έχουν διεισδύσει στους τομείς των δημοσίων έργων κι υπηρεσιών, διαπιστώνει σε δημοσίευμά της στο ιστότοπό της η εφημερίδα La Repubblica, παρουσιάζοντας το νέο πόρισμα της Εθνικής Διεύθυνσης Καταπολέμησης της Μάφιας και της Τρομοκρατίας (DNA), που παρουσιάσθηκε χθες στη Γερουσία από τον Γενικό Εισαγγελέα Φράνκο Ρομπέρτι και την πρόεδρο της αντίστοιχης κοινοβουλευτικής επιτροπής Ρόζι Μπίντι.
Όπως τονίζεται στο έγγραφο, το 2016 υπήρξε μία επιτυχής χρονιά στις έρευνες και στις καταδίκεες κατά των εγκληματικών αυτών οργανώσεων, όμως οι ιστορικές Μάφιες δεν βιώνουν κρίση. Στη χειρότερη περίπτωση αλλάζουν τη στρατηγική τους για ν’ αντεπεξέλθουν με τον καλλίτερο τρόπο στα κενά που αφήνουν οι συλλήψεις, οι καταδίκες, αλλά και οι μεταβολές στον περιβάλλον της ‘αγοράς’.
Εξόν από τη Νάπολη, όπου οι αθρόες συλλήψεις και καταδίκες των ιστορικών ‘αφεντικών’ έχει αφήσει χώρο για την εισροή νεαρώτερων, πιο σκληρών και αχαλίνωτων ομάδων, οι παραδοσιακές Μάφιες έχουν κάνει στροφή στην στρατηγική τους και προτιμούν να ελέγχουν τον χώρο, όχι πλέον δια της βίας, αλλά μέσω του ελέγχου των κρατικών διαγωνισμών και της απορρόφησης των πόρων σε έργα κι υπηρεσίες.
Η Μαφία υπάρχει κίνδυνος να «μετατραπεί σε δημόσιο κράτος», ικανή να ελέγχει τις διαδικασίες και τις επιλογές στην οικονομία της Ιταλίας, προειδοποιεί το πόρισμα της DNA. «Η σταθερή και διαρκής χρήση της μεθόδου διαφθοράς-διαπλοκής από την πλευρά των μαφιόζικων οργανώσεων καθορίζει στην ουσία την ολοκληρωτική απόκτηση, μην πούμε τον έλεγχο, των εξουσιών των δημοσίων αρχών και διοικούν τους διοικητικούς και οικονομικούς θεσμούς στους οποίους έχουν παρεισφρήσει», προσθέτει το έγγραφο.
«Έχοντας αποκτήσει τον έλεγχο, μέσω της μαφιόζικης στρατηγικής της διαφθοράς-διαπλοκής, της δημόσιας εξουσίας που αποτελεί στόχο της και εξυπακούεται τους συναφείς με αυτήν οικονομικούς τομείς της, αυτή πλέον χρησιμοποιείται παράνομα, καλλίτερα εγκληματικά, με στόχο να διευκολύνει ορισμένους (τις μαφιόζικες εταιρείες και τις συνεργαζόμενές της) εις βάρος άλλων (εταιρειών και φυσικών προσώπων που δεν υποκύπτουν)», τονίζεται στο πόρισμα της DNA.
«Συχνά, είναι η ίδια η μαφιόζικη οργάνωση, που έχοντας αποκτήσει την απαραίτητη τεχνογνωσία και τις απαραίτητες πολιτικές σχέσεις, εντοπίζει αφ’ εαυτού της τον τομέα στον οποίο διαβλέπει ότι θα εξασφαλίσει χρηματοδότηση και κατά συνέπεια κατευθύνει και διαχειρίζεται τις δημόσιες δαπάνες. Πρόκειται για την διαστροφή της ίδιας της ιδέας και του νοήματος της τοπικής αυτονομίας», προσθέτει η Διέυθυνση. Κι εδώ έγκειται η φυσιογνωμία της καινοτομίας που έχει εισαγάγει το οργανωμένο έγκλημα, που διεκδικεί τους δημόσιους διαγωνισμούς, χρησιμοποιώντας στο έπακρο τους μηχανισμούς διαφθοράς. Δεν πρόκειται πλέον για διευκόλυνσή της από διεφθαρμένους υπαλλήλους που συνεργάζονται μαζύ τους, αλλά για άμεσο σχεδιασμό κι εκτέλεση της σύλληψης, διαχείρισης και πραγμάτωσης ενός δημόσιου διαγωνισμού από τις ίδιες τις εγκληματικές οργανώσεις.
Πλέον χάρις στη μέθοδο αυτή (διαφθορά-διαπλοκή) οι Μάφιες δεν χρειάζεται να καταφεύγουν στη χρήση βίας, στις δολοφονίες, παρά μόνον στην υπενθύμισή τους όταν παρίσταται έκτακτη ανάγκη, εκμεταλλευόμενη την χαραγμένη στη συλλογική μνήμη παραδοσιακή της δράση. Πλέον τις Μάφιες δεν τις εξυπηρετούν τα όπλα, αντιθέτως αποφεύγουν τη βία γιατί προσελκύει την προσοχή και τρέφει την κοινωνική συναίνεση εναντίον τους. Για τον λόγο τούτο προτιμούν να διαφθείρουν, να δωροδοκούν και να προσλαμβάνουν επαγγελματίες στις τάξεις τους, να ‘εξαγοράζουν’ δημόσιους λειτουργούς και πολιτικούς.
Σε τούτα τα χρόνια της κρίσης, επισημαίνει η DNA, είναι οι δημόσιες επενδύσεις που αποφέρουν σταθερό κεφάλαιο και θα πρέπει να εξασφαλισθούν κι οι Μάφιες, ιδιαίτερα η καλαβρέζικη ‘ντράγκετα είναι ικανές να καταλάβουν κάθε διαθέσιμο χώρο, χάρις στο συνδυασμό των τοπικών της παραρτημάτων. Πλέον έχουμε να κάνουμε με «μαφιόζους επιχειρηματίες», με «νέα μακρόπνοη στρατηγική που βασίζεται στη διείσδυση στους δημόσιους διαγωνισμούς και υπηρεσίες, και η οποία διευκολύνεται από τους όλο και στενότερους δεσμούς με τους πολιτικούς κι επιχειρηματικούς κύκλους».
Η μόνη εξαίρεση στην επιχειρηματική ‘μεταμόρφωση’ της Μάφιας αποτελεί η Νάπολη. Αντίθετα με τις άλλες περιοχές, όπου παραδοσιακά κυριαρχούν οι εγκληματικές οργανώσεις, στη Νάπολη έχει καταγραφεί μία αύξηση των εκτελέσεων της Καμόρα (από 45 σε 65 το 2016) κι οφείλονται στους «νεαρούς εκτελεστές που χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη ωμότητα και που δρουν έξω από κάθε ηθικό κανόνα». Αυτοί υπακούουν σε νέα ‘αφεντικά’ που έως πρόσφατα δεν βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή, αλλά που βρέθηκαν στο προσκήνιο λόγω του κενού που δημιουργήθηκε από τη συντεταγμένη επιχείρηση των αρχών κατά της Καμόρα και τις συλλήψεις και καταδίκες των γνωστών αρχηγών της. Τα νέα αφεντικά με μεγάλες ορέξεις για κέρδος δεν διαθέτουν ‘στρατηγική’, που την καλύπτουν με την υπερβολική βία, επισημαίνει η Διεύθυνση στο πόρισμά της.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)