Επί της ουσίας ο κ. Παπανδρέου τάσσεται υπέρ της συμφωνίας, αν και υπογραμμίζει ότι υπάρχουν και πτυχές σε αυτήν που δημιουργούν προβληματισμό, προειδοποιώντας παράλληλα ότι «διαίρεση σε πατριώτες και μειοδότες είναι άκρως επικίνδυνη».
Κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «διαπραγματεύεται μόνη της, δεν προσπαθεί έγκαιρα να καλλιεργήσει το απαραίτητο πνεύμα εθνικής συνεννόησης και στο τέλος, θριαμβολογεί χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι αυτή η σε γενικές γραμμές ισορροπημένη συμφωνία, βασίζεται στις μακρόχρονες προσπάθειες πολλών άλλων και θα ήταν πολύ χειρότερη αν μέχρι την τελευταία στιγμή δεν είχαμε δώσει μάχη για σημαντικές κόκκινες γραμμές».
Στρέφει τα βέλη του και κατά της Νέας Δημοκρατίας σημειώνοντας πως «λέμε ΟΧΙ στο όχι της Νέας Δημοκρατίας, γιατί δεν απορρέει από γνήσια πατριωτική στάση αλλά από επιζήμιο οπορτουνισμό. Πασχίζει να αποφύγει το πολιτικό κόστος απομακρυνόμενη ακόμα κι από τη συμφωνημένη εθνική γραμμή. Μια γραμμή που διαμορφώθηκε με τη συνεννόηση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης το 2008».
Όσον αφορά τη στάση του Κινήματος Αλλαγής, ο Γιώργος Παπανδρέου θεωρεί ότι «η προτεινόμενη συμφωνία αποτελεί μια αφετηρία λαμβάνοντας υπόψη την ευνοϊκή ευκαιρία ότι στην ΠΓΔΜ υπάρχει μια κυβέρνηση σοσιαλδημοκρατική, μετριοπαθής, φιλοευρωπαϊκή, που κατανοεί ότι λύση χωρίς αμοιβαίους συμβιβασμούς δεν μπορεί να υπάρξει. Στην ελληνική κοινωνία, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα, υπάρχει μεγάλη ευαισθησία για ειδικές παραμέτρους του θέματος και πολλοί αναρωτιούνται αν υπάρχει ακόμα δυνατότητα να βελτιωθούν τα προβλεπόμενα για την εθνότητα και τη γλώσσα».
Ολόκληρη η δήλωση Παπανδρέου:
Στη νεότερη ιστορία μας, τα μεγάλα εθνικά θέματα έχουν προκαλέσει συχνά διχασμούς που έφεραν αρνητικά, ακόμη και καταστροφικά, αποτελέσματα.
Γι’ αυτό, τόσο η κυβέρνηση όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση, οφείλουν να τα αντιμετωπίζουν με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, δίνοντας βάρος στη μεγάλη εικόνα, στο πατριωτικό συμφέρον, και όχι στα μικροκομματικά οφέλη. Η διαίρεση σε πατριώτες και μειοδότες είναι άκρως επικίνδυνη. Δίνει περιθώρια χειραγώγησης σε κάθε είδους συμφέροντα.
Σε μια τέτοια ιστορική στιγμή βρισκόμαστε και τώρα, με τη συζήτηση γύρω από τη συμφωνία με την ΠΓΔΜ.
Είναι μια συγκυρία όπου κυριαρχεί διεθνής αστάθεια, ανταγωνισμός δυνάμεων στην περιοχή μας, προσπάθεια της Τουρκίας να περιθωριοποιήσει την Ελλάδα, ενώ πολλές δυνάμεις έχουν στόχευση να αλώσουν, με κάθε μέσο, το ζωτικό χώρο των Βαλκανίων.
Το 2003, στη λογική να κάνουμε τη Θεσσαλονίκη ευρωπαϊκό πόλο ανάπτυξης στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, επί κυβέρνησής μας με Πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη, με σκληρές διαπραγματεύσεις πετύχαμε να ανοίξει η προοπτική για την Ευρωπαϊκή ένταξη των Βαλκανίων.
Έτσι, ήρθε στο Συμβούλιο Κορυφής της Θεσσαλονίκης η απόφαση για τους βαλκανικούς λαούς – ένα καθοριστικό βήμα για τη σταθεροποίηση μιας περιοχής που επί δεκαετίες ολόκληρες υπέφερε από βίαιες συγκρούσεις και έξωθεν παρεμβάσεις.
Το πλαίσιο αυτής της απόφασης, έδωσε μια νέα διάσταση στις προσπάθειες που ξεκίνησαν το 1995 επί κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου, με την Ενδιάμεση Συμφωνία για την επίλυση του ονόματος των Σκοπίων.
Ένα θέμα, που τώρα, περισσότερο από ποτέ, είναι προς το συμφέρον μας να λυθεί, με μια λύση βιώσιμη και αμοιβαία αποδεκτή.
Σε μια τέτοια συγκυρία, ποια η στάση της κυβέρνησης; Διαπραγματεύεται μόνη της, δεν προσπαθεί έγκαιρα να καλλιεργήσει το απαραίτητο πνεύμα εθνικής συνεννόησης και στο τέλος, θριαμβολογεί χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι αυτή η σε γενικές γραμμές ισορροπημένη συμφωνία, βασίζεται στις μακρόχρονες προσπάθειες πολλών άλλων και θα ήταν πολύ χειρότερη αν μέχρι την τελευταία στιγμή δεν είχαμε δώσει μάχη για σημαντικές κόκκινες γραμμές.
Θα μπορούσε ωστόσο, να ήταν και πολύ καλύτερη, αν είχαμε ενώσει όλοι τις δυνάμεις μας.
Σε μια τέτοια κρίσιμη συγκυρία, ποια η στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Πασχίζει να αποφύγει το πολιτικό κόστος απομακρυνόμενη ακόμα κι από τη συμφωνημένη εθνική γραμμή. Μια γραμμή που διαμορφώθηκε με τη συνεννόηση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης το 2008. Το ΠΑΣΟΚ παραμέρισε τους μικροκομματικούς υπολογισμούς για να συμβάλει στην εθνική αυτή υπόθεση εποικοδομητικά. Σήμερα, η αξιωματική αντιπολίτευση κάνει το αντίθετο. Αθετεί ακόμα και τις δικές της αποφάσεις πασχίζοντας να μην αλλάξει τίποτα. Έτσι, όταν φτάνουν τα δύσκολα, αυξάνει απλά τη στείρα κριτική και τις ρητορικές κορώνες.