Ξεκινώντας την απολογία της η Έφη Καρκάντζουλα, είπε χαρακτηριστικά: “Τη ‘συγγνώμη’ μου τη ζήτησα στην Ιωάννα μέσα από την απολογία μου. Εγώ σήμερα επαναλαμβάνω τη ‘συγγνώμη’ μου στην Ιωάννα, ειλικρινή μέσα από την ψυχή μου και από την οικογένειά της, αλλά και από την οικογένειά μου γιατί τους έφερα μεγάλη ντροπή με την πράξη μου”.
Στο άκουσμα των δηλώσεων ο αδελφός του θύματος ακούστηκε να φωνάζει από το ακροατήριο “νιάου”.
Προηγουμένως, οι δυο γυναίκες συναντήθηκαν μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, με την Ιωάννα να την πλησιάζει και να ρωτάει την κατηγορούμενη: «Θα πεις την αλήθεια τώρα; Να κάτσω να ακούσω ή να φύγω;».
Οι φρουροί αμέσως μετέφεραν την κατηγορούμενη σε άλλο χώρο για την αποτροπή εντάσεων.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο εισαγγελέας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου πρότεινε να μην κλητευθούν για να καταθέσουν τα δύο νέα πρόσωπα για την επίθεση με το βιτριόλι, ζητώντας να απορριφθεί το το αίτημα της πολιτική αγωγής, υποστηρίζοντας ότι αν τα δύο πρόσωπα, που φέρονται ως συνεργοί της κατηγορούμενης, έρθουν στο δικαστήριο, ενδεχομένως θα υπάρξει απόλυτη ακυρότητα σε μια μελλοντική έρευνα.
«Τα πραγματικά περιστατικά που δικάζονται σήμερα είναι αποδεδειγμένα. Το δικαστήριο ερευνά τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό. Έχουμε ομολογία. Το ζήτημα για το δικαστήριο είναι να κάνει υπαγωγή. Εξ αυτού του λόγου δεν χρειάζεται να έρθουν οι μάρτυρες αυτοί. Δεύτερον αν καλούντο δεν υπήρχε περίπτωση να αυτοενοχοποιηθούν και να καταθέσουν κάτι σε βάρος τους. Θεωρώ ότι με τη λογική και μόνο δεν θα συνέβαινε ποτέ αυτό. Τρίτον, αν κληθούν ως μάρτυρες και καταθέσουν και μετά διαβιβαστεί το υλικό στον εισαγγελέα για περαιτέρω ενέργειες, βλέπουμε το φαινόμενο της κατηγοροποίησης του μάρτυρα.
Είναι απόλυτη ακυρότητα για τη νέα σχηματισθείσα δικογραφία. Δικονομικά το ορθό είναι, αν το κρίνει το δικαστήριο, να διαβιβάσει τα στοιχεία το δικαστήριο στον εισαγγελέα ή αν υπάρχει έτερη μαρτυρική κατάθεση ή στο πλαίσιο της απολογίας να διαβιβαστεί και έτσι στον εισαγγελέα».