Άνευ προηγουμένου ποσοστό του αμερικανικού πληθυσμού πάσχει από σοβαρές ψυχολογικές διαταραχές, σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύθηκε χθες Δευτέρα και η οποία αποκαλύπτει επίσης την ανικανότητα των ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη ανάγκη για την παροχή ιατρικής βοήθειας στους ανθρώπους αυτούς.
Ερευνητές ανέλυσαν τα στατιστικά στοιχεία από το 2006 ως το 2014 και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το 3,4% των Αμερικανών, δηλαδή περισσότεροι από 8,3 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC) προσδιόρισε ως αισθήματα λύπης, ταραχής και ανησυχίας που μπορούν να επηρεάσουν την ψυχική υγεία.
Μια έκθεση που είχε πραγματοποιηθεί πριν από περισσότερα από δέκα χρόνια είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι λιγότερο από το 3% των Αμερικανών έπασχαν από ψυχολογικά προβλήματα, διευκρινίζουν οι συντάκτες της έκθεσης που δημοσιεύθηκε στη διαδικτυακή έκδοση του επιστημονικού περιοδικού Psychiatric Services.
«Εκτιμούμε ότι εκατομμύρια Αμερικανοί πάσχουν από ψυχολογικά προβλήματα που μειώνουν την ποιότητα ζωής και το προσδόκιμο ζωής τους», δήλωσε η δρ Τζούντιθ Γουάισμαν, ερευνήτρια του ιατρικού κέντρου Langone του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και μία από τις βασικές συντάκτριες της έκθεσης.
«Η έκθεσή μας μπορεί επίσης να βοηθήσει να εξηγηθούν τα συνεχώς αυξανόμενα ποσοστά αυτοκτονιών που έχουν φτάσει τις 43.000 ετησίως», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύθηκε στο τέλος του 2015 από τον Αμερικανό Άνγκους Ντίτον που έχει βραβευθεί με Νόμπελ Οικονομίας, το ποσοστό θνησιμότητας μεταξύ των λευκών μεσήλικων Αμερικανών, που μειωνόταν από το 1978, έχει αρχίσει ξανά να αυξάνεται εδώ και 15 χρόνια εξαιτίας της κατάχρησης αλκοόλ και ναρκωτικών και των αυτοκτονιών, κυρίως μεταξύ των πιο φτωχών.
Η έκθεση επισημαίνει παράλληλα ότι έχει περιοριστεί η πρόσβαση σε ιατρική βοήθεια των προσώπων που πάσχουν από ψυχολογικά προβλήματα.
Οι ερευνητές επικαλούνται, μεταξύ άλλων, την έλλειψη επαγγελματιών ψυχικής υγείας, την αύξηση του κόστους της θεραπείας που δεν καλύπτεται από την ιατρική ασφάλιση καθώς και τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης του 2008.
Το 2014, σχεδόν ένας Αμερικανός στους δέκα (9,5%) που έπασχε από σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα δεν είχε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που να του επέτρεπε να συμβουλευθεί έναν ψυχίατρο ή ψυχολόγο, έναντι με 9% το 2006. Και περίπου 9,9% δεν διέθετε τα μέσα για να πληρώσει για τα φάρμακά του το 2014, έναντι 8,4% το 2006.