Η εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής επιδεινώθηκε περαιτέρω μεταξύ των παραδοσιακών τους συμμάχων, έπειτα από μια χρονιά κατά τη διάρκεια της οποίας ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κλιμάκωσε τις φραστικές επιθέσεις του εναντίον χωρών όπως ο Καναδάς ή η Γερμανία, κατέδειξε έρευνα.
Η έρευνα αυτή, που διενεργήθηκε σε 25 χώρες από το ινστιτούτο Pew Research Center, κατέγραψε επίσης ότι τα πρόσωπα που ερωτήθηκαν έχουν λιγότερη εμπιστοσύνη στην ικανότητα του Τραμπ να ηγηθεί σε σύγκριση με αυτή του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν ή του κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ.
Αφότου ανέλαβε την εξουσία, τον Ιανουάριο του 2017, ο Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ από διεθνείς συμφωνίες, όπως η συμφωνία του Παρισιού για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ή η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, προσπάθησε να κερδίσει την εμπιστοσύνη ηγετών που θεωρούνται αυταρχικοί, όπως ο Πούτιν και ο Κιμ Γιονγκ Ουν της Βόρειας Κορέας, ενώ επέκρινε τους γείτονες των ΗΠΑ και τους συμμάχους τους στο NATO.
Τον Ιούνιο, έπειτα από τη σύνοδο κορυφής της G7 στον Καναδά, ο Τραμπ αρνήθηκε να υπογράψει την κοινή ανακοίνωση, ενώ επιτέθηκε στον οικοδεσπότη, τον καναδό πρωθυπουργό Τζάστιν Τριντό, χαρακτηρίζοντάς τον «πολύ ανέντιμο και αδύναμο». Έχει εξαπολύσει επανειλημμένα επιθέσεις εναντίον της Γερμανίας για το εμπορικό της πλεόνασμα, τις χαμηλές κατ’ αυτόν στρατιωτικές της δαπάνες και την εξάρτησή της από το φυσικό αέριο της Ρωσίας.
Την περασμένη εβδομάδα, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη, ο Τραμπ προκάλεσε θυμηδία όταν υποστήριξε ότι έχει επιτύχει περισσότερα τα δύο χρόνια που βρίσκεται στον Λευκό Οίκο από ό,τι οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση των ΗΠΑ στην ιστορία.
Κατά την έρευνα του Pew, η εικόνα της Αμερικής, η οποία είχε ήδη υποστεί βαρύ πλήγμα το 2017, την πρώτη χρονιά του ρεπουμπλικάνου προέδρου στην εξουσία, συνέχισε να επιδεινώνεται το 2018 σε πολλές χώρες, ειδικά στην Ευρώπη (1).
Μόλις το 30% των Γερμανών έχει θετική γνώμη για τις ΗΠΑ, ποσοστό μειωμένο κατά πέντε μονάδες από πέρυσι και μάλιστα το δεύτερο χαμηλότερο σε όλα τα κράτη που συμπεριλήφθηκαν στην έρευνα, μετά τη Ρωσία (26%).
Μόλις το 38% των Γάλλων και το 39% των Καναδών απάντησαν ότι έχουν θετική άποψη για τις ΗΠΑ, ποσοστό μειωμένο και στις δύο χώρες από πέρυσι. Το ποσοστό αυξήθηκε, ελαφρά πάντως, στο Μεξικό (32%).
Η Μέρκελ προσελκύει την υψηλότερη εμπιστοσύνη
Οι χώρες όπου καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά θετικών απόψεων για τις ΗΠΑ είναι το Ισραήλ, οι Φιλιππίνες και η Νότια Κορέα, όπου φθάνουν το 80% ή το ξεπερνούν. Και στις 25 χώρες, οι ΗΠΑ ως χώρα έχουν θετικό ισοζύγιο, με το 50% να λέει ότι έχει θετική άποψη και το 43% αρνητική.
Μόλις το 7% των Ισπανών, το 9% των Γάλλων και το 10% των Γερμανών είπε ότι έχει εμπιστοσύνη στην ηγετική ικανότητα του Τραμπ. Στις 20 από τις 25 χώρες όπου διενεργήθηκε η έρευνα, η πλειοψηφία ανέφερε ότι δεν έχει καμιά εμπιστοσύνη στον Τραμπ.
Συνολικά στο δείγμα, κατά μέσον όρο ένα 27% δήλωσε ότι εμπιστεύεται τις ηγετικές ικανότητες του Τραμπ. Υψηλότερα ποσοστά συγκέντρωσαν τόσο ο Πούτιν (30%) όσο και ο Σι (34%). Το χαμηλότερο ποσοστό του Τραμπ καταγράφηκε στο Μεξικό (6%).
Η καγκελάριος της Γερμανίας Άγγελα Μέρκελ ήταν η μόνη στην οποία εξέφρασε εμπιστοσύνη η πλειοψηφία όσων ερωτήθηκαν, το 52%. Την ακολούθησε ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν, με ένα 46%.
Παρά τις κακές επιδόσεις του Τραμπ, το 63% των ερωτηθέντων εξέφρασε την άποψη ότι ο κόσμος τα πάει καλύτερα όταν ηγούνται οι ΗΠΑ, ενώ το 19% θα προτιμούσε την Κίνα σε αυτόν τον ρόλο.
Αρνητική άποψη εξέφρασαν οι πολίτες των χωρών που αποτελούν παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ όσον αφορά τις θέσεις της κυβέρνησης Τραμπ για τις αστικές και πολιτικές ελευθερίες, με την πλειοψηφία στον Καναδά, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αυστραλία και το Μεξικό να λέει πως η κυβέρνησή του δεν σέβεται τις ατομικές ελευθερίες.
Ενώ, εξαιτίας του δόγματος «Πρώτα η Αμερική» του Τραμπ, η πλειοψηφία στις 19 από τις 25 χώρες εξέφερε την άποψη ότι οι ΗΠΑ δεν λαμβάνουν υπόψη τα δικά τους συμφέροντα όταν χαράσσουν πολιτική.
Η έρευνα αυτή διενεργήθηκε από την 20ή Μαΐου ως τη 12η Αυγούστου με τη μέθοδο των προσωπικών συνεντεύξεων σε δείγμα 900 και πλέον προσώπων σε καθεμιά από τις χώρες που συμπεριλήφθηκαν, ήτοι 26.112 ανθρώπους.