Οι τουρκικές αρχές έπαυσαν περισσότερους από 10.000 δημόσιους λειτουργούς ως ύποπτους για διασυνδέσεις με τον πρώην ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν που έχει την έδρα του στις ΗΠΑ και κατηγορείται ως ενορχηστρωτής της αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος του Ιουλίου.
Χιλιάδες ακαδημαϊκοί, εκπαιδευτικοί και εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας είναι μεταξύ αυτών που παύθηκαν μέσω ενός νέου διατάγματος, το οποίο δημοσιεύθηκε αργά χθες Σάββατο στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, ενώ έκλεισαν επίσης 15 μέσα ενημέρωσης, που σχεδόν όλα μετέδιδαν από την κυρίως κουρδική νοτιοανατολική Τουρκία.
Με διατάγματα καταργήθηκαν επίσης οι εκλογές για την επιλογή των πρυτάνεων στα πανεπιστήμια. Ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα διορίζει πλέον απ’ ευθείας τους πρυτάνεις από τους υποψηφίους που ανακηρύσσονται από το Ανώτατο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο (YOK).
Η Τουρκία έχει συλλάβει επισήμως περισσότερα από 37.000 άτομα και έχει ήδη απολύσει ή θέσει σε διαθεσιμότητα 100.000 δημόσιους υπαλλήλους, δικαστές, εισαγγελείς, αστυνομικούς και άλλους στο πλαίσιο μιας άνευ προηγουμένου επιχείρησης καταστολής για την οποία η κυβέρνηση υποστηρίζει πως είναι απαραίτητη ώστε να εξαλειφθούν όλοι οι υποστηρικτές του Γκιουλέν από τον κρατικό μηχανισμό και τις θέσεις κλειδιά.
Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που επιβλήθηκε αμέσως μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου, παρατάθηκε για άλλους τρεις μήνες μέχρι τον Ιανουάριο αφού ο Ερντογάν δήλωσε πως οι αρχές χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να εξαλείψουν την απειλή που δημιουργείται από το δίκτυο του Γκιουλέν και από τους κούρδους αντάρτες.
Ο συνολικός αριθμός των μέσων ενημέρωσης που έχουν κλείσει αφότου άρχισε να ισχύει η κατάσταση έκτακτης ανάγκης έχει πλέον υπερβει τα 160.
Η έκταση της καταστολής έχει ανησυχήσει οργανώσεις για τα δικαιώματα και ορισμένους δυτικούς συμμάχους, που εκφράζουν φόβους πως ο Ερντογάν τη χρησιμοποιεί για να καταστείλει τους διαφωνούντες. Η κυβέρνηση υποστηρίζει πως οι ενέργειές της δικαιολογούνται από την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, κατά την οποία σκοτώθηκαν περισσότεροι από 240 άνθρωποι.