Ήταν 28 Νοεμβρίου 1989 και εκείνη την ημέρα στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης υπήρχε μια ιδιαίτερη άφιξη… Όχι μόνο λόγω της προσωπικότητας που έφτανε στην αμερικανική μητρόπολη, αλλά και του τρόπου με τον οποίο αυτή η προσωπικότητα είχε φύγει από την πατρίδα της. Η Νάντια Κομανέτσι, η θρυλική Ολυμπιονίκης και κορυφαία αθλήτρια της ενόργανης γυμναστικής, το πρώτο «τέλειο δέκα» της ιστορίας, είχε αυτομολήσει από την Ρουμανία αναζητώντας διέξοδο στη Δύση, σε μια εποχή που ο Ψυχρός Πόλεμος έφτανε στο τέλος του, αλλά δεν είχε τελειώσει.
Από τη στιγμή που η Κομανέτσι, σε ηλικία 14 ετών, «κατακτούσε» τον κόσμο με την τελειότητά της στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ, μέχρι εκείνη τη νύχτα που δραπέτευσε, η ζωή της υπήρξε μια ολόκληρη περιπέτεια.
Το «άστρο» της έλαμψε για πρώτη φορά το 1976. Εκεί όπου η ΔΟΕ και οι διοργανωτές των Ολυμπιακών Αγώνων του Μόντρεαλ δεν είχαν προβλέψει κάτι σημαντικό… Πώς θα μπορούσε στην ενόργανη γυμναστική ένας αθλητής ή μια αθλήτρια να πάρει στην άσκησή το τέλειο «10» κι έτσι το ταμπλό της βαθμολογίας των αθλητών ήταν προγραμματισμένο για να δείχνει μόνο ένα ψηφίο και δύο δεκαδικά, δηλαδή μπορούσε να αναγράψει μέχρι το 9,99.
Εκτέθηκαν ανεπανόρθωτα, γιατί όταν η Κομανέτσι ολοκλήρωσε το πρόγραμμά της στους ασύμμετρους ζυγούς, οι κριτές δεν είχαν καμία αμφιβολία πως μόλις είχαν παρακολουθήσει για πρώτη φορά στη ζωή τους την τέλεια άσκηση. Τα δεκάρια έπεσαν «βροχή» και το ταμπλό στην αδυναμία του να ανταποκριθεί έγραψε 1,00.
«Πίστευα ότι θα πάρω 9,90 και δεν κοιτούσα το ταμπλό, γιατί ήθελα να συγκεντρωθώ στο επόμενο αγώνισμα. Ξαφνικά άκουσα το κοινό να βγάζει ένα επιφώνημα έκπληξης και αμέσως μετά να φωνάζει δυνατά και να ξεσπάει σε χειροκροτήματα. Γύρισα να κοιτάξω και είδα το 1,00. Είχα γράψει ιστορία, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν το καταλάβαινα», είπε η ίδια πολλά χρόνια αργότερα, όταν περιέγραφε εκείνη την ημέρα.
Ο θρύλος της μόλις είχε γεννηθεί και στην πατρίδα της η ίδια αποκτούσε μυθικές διαστάσεις. Για όλους τους Ρουμάνους ήταν πλέον το «χρυσό» κορίτσι τους.
Ωστόσο, σχεδόν αμέσως ξεκίνησαν και τα προβλήματα. Οι γονείς της πήραν διαζύγιο, γεγονός που η ίδια έχει πει ότι την κλόνισε ψυχολογικά και λίγο καιρό μετά το αυταρχικό καθεστώς αποφάσισε να την υποχρεώσει να αλλάξει προπονητή κι έτσι να χάσει τον δάσκαλο, τον μέντορά της, τον άνθρωπο στον οποίο ως αθλήτρια χρωστούσε τα πάντα. Ο Μπέλα Κάρολι ήταν αυτός που την είχε αναλάβει από 6 ετών και την είχε αναδείξει σε κορυφαία του κόσμου, όμως είχε τη φήμη του αντικαθεστωτικού. Η κυβέρνηση του Τσαουσέσκου δεν ήθελε το μεγαλύτερο «αστέρι» της χώρας να έχει έναν τέτοιο προπονητή και, παρά τις επίμονες προσπάθειες της ίδιας, η απόφαση ήταν οριστική και αμετάκλητη.
Η ψυχολογία της Κομανέτσι διαλύθηκε, το πάθος της για τη γυμναστική εξανεμίστηκε και κάποια στιγμή ένιωσε πως έφτασε στα όριά της. Εκείνη την ημέρα διακομίστηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο, όπου οι γιατροί έδωσαν μάχη για να την επαναφέρουν. Η γνωμάτευσή τους ήταν πως η κορυφαία αθλήτρια είχε καταπιεί χλωρίνη, αν και η ίδια αργότερα το απέδωσε σε λάθος και όχι σε πρόθεσή της να πεθάνει.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας το 1980 η Κομανέτσι κατέκτησε κι άλλα χρυσά μετάλλια, όμως αυτή ήταν η τελευταία μεγάλη εμφάνισή της στα γυμναστήρια. Ήδη κυκλοφορούσαν κάποιες φήμες για τη σχέση της με τον γιο του Τσαουσέσκου. Τότε, ουδείς τολμούσε στη Ρουμανία να περιγράψει διαφορετικά αυτός το… είδος της «σχέσης».
Πολλά χρόνια αργότερα αποκαλύφθηκε πως η 17χρονη Νάντια ζούσε εκείνη την εποχή έναν διαρκή εφιάλτη, καθώς ο υιός Τσαουσέσκου, εκμεταλλευόμενος την εξουσία του, την κακοποιούσε συστηματικά χωρίς επιπτώσεις.
Το 1981 ο προπονητής της Μπέλα Κάρολι, ενώ μετείχε σε περιοδεία μιας ομάδας γυμναστικής στις ΗΠΑ, διέφυγε και ζήτησε πολιτικό άσυλο μαζί με τη σύζυγό του. Το καθεστώς Τσαουσέσκου, φοβούμενο πως μπορεί και η Κομανέτσι να επιδιώξει κάτι ανάλογο και τον διεθνή θόρυβο που θα προκαλούσε ένα τέτοιο περιστατικό, την έθεσε υπό αυστηρή παρακολούθηση. Και υπήρξε και η εποχή που της απαγόρευσε την έξοδο από τη χώρα.
Χρόνο με το χρόνο η Νάντια Κομανέτσι βίωνε μια ασφυκτική κατάσταση. Και το 1989, σε ηλικία 28 ετών, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Μαζί με άλλους έξι Ρουμάνους κατέφυγαν αρχικά σε ένα ορεινό σπιτάκι, περίπου 15 μίλια από τα σύνορα, και από εκεί την ίδια νύχτα, πέρασαν κρυφά στην Ουγγαρία. Τη φυγάδευσή της είχε αναλάβει ένας άλλος Ρουμάνος, ο Κονσταντίν Πανάιτ, ο οποίος ζούσε μόνιμα στην Αμερική.
Με τη βοήθειά του μετέβη στην Αυστρία, όπου αμέσως πήγε στην αμερικανική πρεσβεία και ζήτησε πολιτικό άσυλο. Η είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου και τα ειδησεογραφικά πρακτορεία μετέδιδαν με έκτακτα τηλεγραφήματα πως «η Νάντια Κομανέτσι άφησε πίσω της ένα πολυτελέστατο διαμέρισμα, ένα αυτοκίνητο και την οικονομική ασφάλεια, για χάρη της ελευθερίας».
Στις ΗΠΑ έφτασε μια ημέρα σαν σήμερα. Ο πρώτος άνθρωπος που την υποδέχθηκε ήταν ο προπονητής της, Μπέλα Κάρολι, ο οποίος δήλωνε: «Είμαι ευτυχισμένος, γιατί τελικά έκανε το μεγάλο βήμα, που θα την οδηγήσει σε μια ελεύθερη ζωή».
Στην Αμερική συνάντησε κάποια στιγμή και τον πρώην γυμναστή Μπαρτ Κόνερ, με τον οποίο γνωρίζονταν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1976. Συνδέθηκε μαζί του και το 1996, όταν πλέον η Ρουμανία είχε απαλλαγεί από το καθεστώς Τσαουσέσκου και όλα αυτά ανήκαν στο παρελθόν, επέστρεψε για πρώτη φορά στην πατρίδα της και τέλεσε εκεί τον γάμο της. Με τον Κόνερ απέκτησαν έναν γιο, τον Ντίλαν.
«Εκείνη την εποχή, το να έφευγε κάποιος κρυφά στο εξωτερικό σήμαινε ότι χανόταν για πάντα. Θα ήταν αδύνατον πλέον να επιστρέψει. Ήταν ταξίδι χωρίς γυρισμό. Ουδέποτε το είπα στη μητέρα μου, γιατί ήμουν σίγουρη πως θα πάθαινε καρδιακή προσβολή. Το είπα μόνο στον αδελφό μου. Ήταν μια σκληρή νύχτα που δεν θα ήθελα να θυμάμαι», θα αναφέρει σε συνέντευξή της πολλά χρόνια αργότερα η Νάντια Κομανέτσι.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)