Οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (RSF) καλούν τις ελληνικές Αρχές να τηρήσουν τη δέσμευσή τους, να δώσουν προτεραιότητα στην υπόθεση και να προβούν στην άμεση εξιχνίαση της δολοφονίας του Δημοσιογράφου, σε αποκατάσταση του αισθήματος ασφάλειας των Ελλήνων δημοσιογράφων. Η RSF έχει εκφράσει τις ανησυχίες της σε επιστολή προς τον υπ. Εσωτερικών στις αρχές Αυγούστου, αλλά δεν έχει λάβει ακόμη απάντηση, παρά τα πολλαπλά μηνύματα.
«Καλούμε την κυβέρνηση να τηρήσει τις υποσχέσεις της και να διαθέσει όλους τους δυνατούς πόρους ώστε να ολοκληρωθεί επιτυχώς αυτή η έρευνα», δήλωσε ο Παβόλ Σάλαϊ, επικεφαλής του γραφείου της RSF για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα Βαλκάνια. «Θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε αυτήν την υπόθεση. Η επίλυση της δολοφονίας του Γιώργου Καραϊβάζ είναι βαρύνουσας σημασίας για την ασφάλεια των Ελλήνων δημοσιογράφων ».
Αν και οι ελληνικές Αρχές τον Απρίλιο του 2021 τόνισαν επανειλλημμένως ότι ήταν «απόλυτη προτεραιότητα» να εξιχνίασουν την υπόθεση της δολοφονίας του, η αστυνομία δεν έχει ακόμη εντοπίσει οποιονδήποτε ύποπτο δράστη ή υποκινητή, παρόλο που η δολοφονία διαπράχθηκε υπό το φως της ημέρας. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, η έρευνα θα διαρκέσει «πολλούς μήνες» καθώς οι Αρχές πρέπει να αναλύσουν δύο καταλόγους υπόπτων, 30 καταθέσεις και 150 βίντεο. Ο δικηγόρος της οικογένειας Καραϊβάζ εξέφρασε αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα της έρευνας και την επιθυμία των Αρχών να ταυτοποιήσουν όσους κρύβονται πίσω από τη δολοφονία του δημοσιογράφου.
Με την Ελλάδα να κατατάσσεται στην 70η θέση από 180 χώρες στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου της RSF το 2021, πέντε θέσεις χαμηλότερα από το 2020 και την υπόθεση του Καραϊβάζ να έχει μείνει στάσιμη, οι σχέσεις των δημοσιογράφων με τις Ελληνικές Αρχές είναι τουλάχιστον προβληματικές και χαρακτηρίζονται από βαθιά δυσπιστία. Η ανεπάρκεια των μέτρων που λαμβάνουν οι ελληνικές αρχές για να προστατεύσουν το προσωπικό των ΜΜΕ από το οργανωμένο έγκλημα, αποδεικνύεται και από την περίπτωση του δημοσιογράφου Κώστα Βαξεβάνη. Όταν αποκαλύφθηκε το σχέδιο δολοφονίας εναντίον του, οι RSF έκαναν έκκληση για την ενίσχυση των μέτρων για την προστασία των δημοσιογράφων και την αποκατάσταση του αισθήματος ασφάλειας.
Πριν δυόμιση χρόνια η δολοφονία της δημοσιογράφου Ντάφνι Καλουάνα Γκαλιζία στη Μάλτα με την τοποθέτηση βόμβας στο αυτοκίνητό της είχε σοκάρει τη δημοσιογραφική κοινότητα. Η δημοσιογράφος είχε αποκαλύψει σκάνδαλα διαφθοράς στα οποία εμπλέκονταν μέλη της κυβέρνησης, αλλά και επιχειρηματίες. Μόλις τον περασμένο Νοέμβριο συνελήφθη ως βασικός ύποπτος, ο Γιόργκεν Φένεκ, ένας ζάμπλουτος επιχειρηματίας που θεωρείται ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας της.
Η ερευνητική δημοσιογραφία βάλλεται και ταυτόχρονα τίθεται σε κίνδυνο και η ελευθερία της έκφρασης και των ΜΜΕ αλλά και η ζωή και η σωματική ακεραιότητα των ίδιων των δημοσιογράφων. Την ίδια ώρα, το κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας έχει προτείνει νομοθεσία για τη διεύρυνση του ορισμού των fake news. Το κείμενο σχεδιάζει να επεκτείνει το αδίκημα της διάδοσης ψεύτικων ειδήσεων σε οποιαδήποτε πληροφορία που μπορεί να προκαλέσει ανησυχία στο κοινό ή να κλωνίζει την εμπιστοσύνη του κοινού, ειδικά σε θέματα δημόσιας υγείας, με αφορμή την ανάγκη για την ομαλή διαχείριση της πανδημίας και την άμβλυνση του σχίσματος μεταξύ εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων. Η Ένωση Εκδοτών Ελλάδος και Ελληνική Ένωση για τα δικαιώματα του Ανθρώπου έχουν επικρίνει την προτεινόμενη νομοθετική τροποποίηση αφού υπονομεύει το δικαίωμα και την αποστολή των δημοσιογράφων να αποκαλύπτουν και να δημοσιεύουν πληροφορίες για το κοινό καλό.