Ένα παρελθόν, εξίσου πολυτελές με το παρόν, με χαλιά βελούδινα, κρυστάλλινους πολυελαίους και αρωματισμένους ήχους από κρινολίνα που θροΐζουν στις μαρμάρινες σκάλες του «Μεγάλη Βρεταννία». Δεν είναι μόνο το πλέον εμβληματικό ξενοδοχείο της Αθήνας. Είναι μια διαρκής «γραφίδα». Ένας αληθινός θεσμός και ένας θρύλος. Διαγράφοντας μια τροχιά 142 χρόνων λειτουργίας το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» ακολουθεί την εξέλιξη μιας αγροτικής κυρίως κοινωνίας-μισό μόνον αιώνα από την απελευθέρωση της χώρας από τον τουρκικό ζυγό και την ίδρυση, ενός μικρού ανεξάρτητου κράτους- σε μια πορεία σταδιακής αναβάθμισης σε ένα σύγχρονο κράτος και στη δημιουργία μιας δυνατής αστικής τάξης με ευρωπαϊκό χαρακτήρα.
Εξελισσόμενο το ξενοδοχείο γίνεται θεατής της εξέλιξης της πόλης της Αθήνας και της πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας.
Από εκεί εκδόθηκε το απόγευμα της 28ης Οκτωβρίου 1940, το πρώτο ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου αναφέροντας τα εξής: «Αι Ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5ης πρωινής σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».
Μια ιστορία σαν παραμύθι με πρωταγωνιστή τον Ευστάθιο Λάμψα, ο οποίος το 1878 επιστρέφει στην Αθήνα από το Παρίσι, όπου είχε μεταβεί με την βοήθεια των ανακτόρων για να τελειοποιηθεί στην τέχνη της μαγειρικής. Εργάστηκε στο παρισινό «Maison Doree» και ως «maitre d’ hotel» στο σπίτι του μεγαλοτραπεζίτη Οπενχάιμ πριν έρθει στην Αθήνα και γνωρίσει τον μελλοντικό του συνεταίρο. Στην Αθήνα θα φέρει και τη Γαλλίδα σύζυγο του Παλμύρα Παλφρουά. O Οπενχάιμ αλλά και ο βαθύπλουτος Έλληνας του Λονδίνου Παύλος Σκυλίτσης, θείος της Έλενας Βενιζέλου, εκτιμώντας τις ικανότητες του Λάμψα θα τον ενισχύσουν λίγα χρόνια αργότερα με ένα υπέρογκο δάνειο ύψους 800.000 δραχμών.
Η συνάντηση που καθόρισε το μέλλον της «Μεγάλης Βρεταννίας» έγινε το 1879. Ο 29χρονος Λάμψας γνωρίζεται με τον Σάββα Κέντρο, ιδιοκτήτη ενός μικρού ξενοδοχείου στην περιοχή της Πλατείας Συντάγματος, της «Μεγάλης Βρεταννίας». Το ξενοδοχείο του Κέντρου είχε μετακομίσει από το 1873 στο Μέγαρο Δημητρίου, που είχε χτίσει το 1842 ο Αντώνης Δημητρίου, μεγαλέμπορος από την Τεργέστη. Ο Κέντρος ενθουσιάζεται από την προσωπικότητα του Λάμψα και τις πρωτοποριακές ιδέες, που έφερε από το Παρίσι. Συνεταιρίζονται, αποκτούν την κυριότητα του κτιρίου, έναντι 600.000 δραχμών, οι χώροι του ξενοδοχείου ανακαινίζονται, με νέες επιβλητικές αίθουσες υποδοχής και με πλήρη ανακατασκευή των δωματίων, καθώς και ανακαίνιση του εξοπλισμού. Λόγω του ότι η σύζυγος του Λάμψα είναι Γαλλίδα το όνομα «Μεγάλη Βρεταννία» αποδίδεται στα γαλλικά. Grande Bretagne. Η μεγάλη πελατεία της εποχής είναι Άγγλοι που επισκέπτονται την Αίγυπτο, το Σουέζ και την Ινδία και κάνουν μια στάση στην Αθήνα για να γνωρίσουν τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό. Απ’ έξω τα μόνιππα σηκώνουν τη σκόνη της σταδιακής μεταμόρφωσης της Αθήνας σε αστικό κέντρο.
Το 1888 ο Κέντρος πεθαίνει και ο Λάμψας αποκτά από τη χήρα του, έναντι 300.000 δραχμών το μερίδιο της στο ξενοδοχείο. Την ίδια χρονιά το ξενοδοχείο ήταν από τα πρώτα κτίρια της Αθήνας που ηλεκτροδοτήθηκαν. Σε ηλικία 40 ετών γίνεται ο μοναδικός ιδιοκτήτης της «Μεγάλης Βρεταννίας». Πρώτο του μέλημα να οργανώσει εστιατόριο πολυτελείας. Είναι η αρχή των χρυσών ημερών του ξενοδοχείου που κορυφώνονται με τα περίφημα χορευτικά δείπνα -diners dansants-με ζωντανή ορχήστρα που μεταμορφώνουν τη νυχτερινή ζωή των Αθηνών. Στους Πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 θα καταλύσουν στη Μεγάλη Βρεταννία όλες οι ξένες αντιπροσωπείες και ο Πιέρ ντε Κουμπερτέν. Η Μεγάλη Βρετάννια αναδεικνύεται ως το καλύτερο ξενοδοχείο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Τη διεύθυνση του ξενοδοχείου αναλαμβάνει το 1910 ο γαμπρός του Λάμψα, ο δημοσιογράφος Θεόδωρος Πετρακόπουλος. Κοσμοπολίτης, είχε χρηματίσει απεσταλμένος αθηναϊκών εφημερίδων σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ξεκινά με τον πεθερό του την εφαρμογή ενός σχεδίου επέκτασης και πλήρους ανακαίνισης του ξενοδοχείου. Το 1919 συστήνεται η «Α.Ε. Ελληνικών Ξενοδοχείων» και αργότερα προστίθεται και το επίθετο «Λάμψα». Οι έξι κυριότερες τράπεζες που λειτουργούσαν στην Ελλάδα λαμβάνουν μέρος, με την προτροπή της κυβέρνησης, στην κάλυψη του μετοχικού κεφαλαίου της νέας εταιρίας. Η «Μεγάλη Βρεταννία» παρά τις κατά καιρούς αντιξοότητες-Μικρασιατική καταστροφή, οικονομική δυσπραγία, συνεχείς υποτιμήσεις της δραχμής-αναπτύσσεται συνεχώς. Το 1927 γίνεται η πρώτη επέκταση με πρόσοψη στη Βουκουρεστίου και το 1930 το ξενοδοχείο επεκτείνεται στην οδό Πανεπιστημίου.
Δέκα χρόνια αργότερα η «Μεγάλη Βρεταννία» θα βρεθεί στο επίκεντρο δραματικών εξελίξεων. Τον Οκτώβριο του 1940 το ξενοδοχείο-μετά την εκκένωση από τους πελάτες-γίνεται η έδρα της κυβέρνησης, του βασιλέως, του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας και των Συμμαχικών(Βρετανικών) Δυνάμεων. Οι Γερμανοί τον Απρίλιο του 1941 επιτάσσουν το ξενοδοχείο, όπου εγκαθίσταται το αρχηγείο της Βέρμαχτ. Από το 1940-1945 οι ζημιές στο ξενοδοχείο ήταν πολύ σοβαρές αλλά όχι ανεπανόρθωτες.
Ξεκινά πρόγραμμα επισκευών και εκσυγχρονισμού και το 1957 κατεδαφίζεται το αρχικό κτίριο της οικίας Δημητρίου, επί της οδού Βασιλέως Γεωργίου, και αντικαθίσταται με ένα επιβλητικό κτίριο, με νέα δωμάτια, νέα είσοδο, μεγαλοπρεπές λόμπι και άλλες αίθουσες.
Η «Μεγάλη Βρεταννία» αποκτά τη μορφή που έχει σήμερα
με 446 δωμάτια, μεγάλες αίθουσες και γίνεται ένα από τα σημαντικότερα ξενοδοχεία της Ευρώπης. Ανατρέχοντας στο παρελθόν η ύπαρξη του ξενοδοχείου, σαφώς μια υπέρβαση για την εποχή, χάρη στη διορατικότητα του Ευστάθιου Λάμψα, δεν βοήθησε μόνο στην εισαγωγή δυτικών προτύπων, στη νέα τότε κοινωνία των Αθηνών, έθεσε τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ταξιδιωτικού ρεύματος υψηλού επιπέδου και αποτέλεσε πρότυπο για την εν συνεχεία ανάπτυξη και άλλων ξενοδοχείων.
Ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 το ξενοδοχείο ανακαινίστηκε ριζικά με το κόστος της ολοκληρωτικής αναδημιουργίας να φτάνει τα 90 εκατομμύρια ευρώ.
Σήμερα η οικογένεια Λασκαρίδη ελέγχει ποσοστό μεγαλύτερο του 70% του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρίας Ελληνικών Ξενοδοχείων Λάμψα Α.Ε.
Δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι ο μύθος του δυτικού κόσμου, η «Μεγάλη Βρεταννία» απλά επιβεβαιώνει τον μύθο της Ελλάδας. Όσο ο Ξένιος Δίας θα κινητοποιεί την οικονομία της χώρας και θα προσθέτει στο ΑΕΠ της, τόσο οι φιλοξενούμενοι θα επιζητούν να ζήσουν τον δικό τους μύθο στα δωμάτια, τις αίθουσες και τα εστιατόρια της Μεγάλης Βρεταννίας.