Ως διά μαγείας, το ποτήρι των καφενείων Starbucks, που από αμέλεια εμφανίσθηκε στο τέταρτο επεισόδιο του τελευταίου κύκλου της σειράς The Game of Thrones εξαφανίσθηκε. Το τηλεοπτικό δίκτυο HBO που μεταδίδει τη σειρά, προσφέρει πλέον σε streaming την εκδοχή του επεισοδίου ψηφιακά επεξεργασμένου, ώστε να μην φαίνεται το επίμαχο ποτήρι, που όπως με δόση αυτοειρωνείας προσθέτει «εκείνο που είχε παραγγείλει ο Ντένερις δεν ήταν καφές αλλά τσάι από βότανα».
Μαζί με τη συγγνώμη του HBO, ήλθε και το σχόλιο των Starbucks, της πιο γνωστής αλυσίδας καφενείων στον κόσμο: «για να είμαστε ειλικρινείς, μας εξέπληξε που ο Ντένερις δεν παρήγγειλε ένα ποτό του δράκου», έγραψαν στο Twitter.
Παρά τη μεγάλη έκπληξη που προκάλεσε το γεγονός αυτό στους φανατικούς θεατές της σειράς (κυρίως διότι η παραγωγή της είναι τόσο λεπτομερώς επιμελημένη), δεν είναι η πρώτη φορά που ένα ποτήρι καφέ κάνει την εμφάνισή του στο Game of Thrones. Το 2014, στη διάρκεια του τέταρτου κύκλου, ο Χάιμε Λάνιστερ (Νικολάι Κόστερ-Γουάλντο)εμφανίζεται σε ένα παρασκηνιακό γύρισμα να κρατά ένα ποτήρι καφέ. Βέβαια το «κλιπ» δεν προβλήθηκε ποτέ, όπως και ένα τμήμα του επεισοδίου εκείνου.
Αλλά, το Games of Thrones δεν είναι το μόνο τηλεοπτικό, ή κινηματογραφικό έργο όπου έχουν παρατηρηθεί απρόσμενοι αναχρονισμοί. Από τον Κουέντιν Ταραντίνο έως τον Μελ Γκίμπσον και τον Ρίντλεϊ Σκοτ ίσαμε τον Τζορτζ Λούκας, συνέβη και στους καλύτερους του είδους να έχουν διαπράξει σκηνοθετικές αβλεψίες τέτοιου τύπου.
Το 1995 για το Braveheart ο Μελ Γκίμπσον κέρδισε πέντε Όσκαρ για την υπερπαραγωγή του, αλλά θα μπορούσε δυνητικά να τιμηθεί και για το σύνολο των αβλεψιών του. Στη μεγαλειώδη σκηνή της μάχης, ξέφυγε στο πλάνο ένα φορτηγάκι τύπου Ford Transit, το οποίο διακρίνεται στο βάθος της σκηνής. Αλλά και ο ήρωας Ουίλιαμ Ουάλας στη διάρκεια του ορυμαγδού της μάχης, όταν κεντρίζει το άλογό του οδηγώντας τους στη μάχη, φορά ένα απαστράπτον ένδυμα, αντί για μία ταλαιπωρημένη, βρώμικη, στολή. Και κρίμα που το άψογο κιλτ του έγινε παραδοσιακό ένδυμα της Σκωτίας μόλις από το 1700 κι εντεύθεν.
Αλλά και στην ταινία «Το Πράσινο Μίλι» του 1999, ο Φρανκ Ντάραμποντ επαναλαμβάνει το ιστορικό λάθος του συγγραφέα του ομώνυμου βιβλίου, Στίβεν Κινγκ. Η ηλεκτρική καρέκλα, στην οποία εκτελούνται οι μελλοθάνατοι της ιστορίας, η οποία διαδραματίζεται στα 1935 στη Λουϊζιάνα, εισήχθη ως μέσο εκτέλεσης στην πολιτεία από το 1940. Εάν ο συγγραφέας και ο σκηνοθέτης ήθελαν να είναι πιο ακριβείς ιστορικά θα έπρεπε να εκτελούν τους μελλοθανάτους με απαγχονισμό.
Αλλά ακόμη πιο απίστευτη είναι η σκηνή στον «Μονομάχο» του Ρίντλεϊ Σκοτ (2000), όπου οι θεατές παρατηρούν μία φιάλη υγραερίου στο πίσω μέρος ενός άρματος στη σκηνή της αναπαράστασης της μάχης της Καρχηδόνας στο Κολοσσαίο. Σε μία στιγμή της μάχης, ένα από τα άρματα ανατρέπεται αποκαλύπτοντας το τέχνασμα—χάρις στο οποίο το άρμα επί της οθόνης φαίνεται να σύρεται από άλογα.
Όμως υπάρχει και μία άλλη προσέγγιση στις αβλεψίες. Στο τέταρτο επεισόδιο του «Πολέμου των Άστρων», το «Μία νέα Ελπίδα», ο σκηνοθέτης Τζορτζ Λούκας βρήκε στην έκδοση του dvd του την ευκαιρία να υπερτονίσει το σκηνοθετικό λάθος της πρωτότυπης ταινίας του 1977. Σε μία σκηνή, που διαρκεί μόλις ένα δευτερόλεπτο, εμφανίζεται μία ομάδα Stormtroopers να εισέρχεται σε ένα δωμάτιο, οπόταν ένας πολύ ψηλός ηθοποιός κτυπά το κεφάλι του στο υπέρθυρο της περιστρεφόμενης πόρτας. Στο dvd ο Λούκας πρόσθεσε και τον ήχο του κτυπήματος!
Στο δε Pulp Fiction του Ταραντίνο (1994), η εικόνα του τοίχου πίσω από τις πλάτες του κινηματογραφικού Βίνσεντ Βέγκα (Τζον Τραβόλτα) και του Τζουλς Γουίνιφιλντ (Σάμιουελ Τζάκσον) προκάλεσε την αμηχανία των θεατών, που αντιλαμβάνονται πως είναι ήδη διάτρητη από σφαίρες πριν καν αρχίσει η ανταλλαγή πυροβολισμών. Και εάν κάποιοι αναρωτιούνται πως ο σκηνοθέτης μπόρεσε να κάνει ένα τέτοιο λάθος, ας αναλογισθούν πως δεν είναι η πρώτη φορά που σε ταινία του Ταραντίνο διαπιστώνονται αβλεψίες και αναχρονισμοί. Στο Django του 2012, ο Τζέιμι Φοξ φοράει γυαλιά που στις ΗΠΑ έκαναν την εμφάνισή τους 100 χρόνια μετά την εποχή όπου διαδραματίζεται η ιστορία. Αλλά στην περίπτωση αυτή, τα γυαλιά ταίριαζαν τόσο πολύ με την προσωπικότητα του Django, που κανείς δεν θα ήθελε να του τα αφαιρέσουν, ή να τα αντικαταστήσουν με άλλα.