Ιδιαίτερα κινητικός είναι ο Έλληνας καταναλωτής και επιλέγει να αγοράσει τρόφιμα από πολλά διαφορετικά σημεία πώλησης με πολλές και συχνές επισκέψεις. Κύριο κανάλι αγορών το σουπερμάρκετ λόγω της εξοικονόμηση χρόνου και χρημάτων, ποικιλίας προϊόντων και ουσιαστικής εξυπηρέτησης. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από έρευνα του ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών).
Αναλυτικότερα, το σημείο πώλησης που επισκέπτονται όλοι οι καταναλωτές είναι το σουπερμάρκετ, με μόλις το 1% να δηλώνει ότι δεν επισκέπτεται ποτέ κάποιο σουπερμάρκετ.
Ο μέσος καταναλωτής επισκέπτεται το σουπερμάρκετ τρεις φορές ανά εβδομάδα ή περισσότερες. Μάλιστα η πλειοψηφία των καταναλωτών επιλέγει δυο ή περισσότερες αλυσίδες σουπερμάρκετ για τις αγορές της. Πρόκειται για εξέλιξη που σχετίζεται με την ένταση των προσφορών και τα μικρότερα καλάθια ανά επίσκεψη σε σχέση με το παρελθόν που καταγράφονται, τα οποία πρακτικά μεταφράζονται σε περισσότερες επισκέψεις. Δεύτερο σημείο πώλησης τροφίμων με μεγάλη επισκεψιμότητα είναι ο φούρνος-αρτοπωλείο με το 43% του κοινού να κάνει τουλάχιστον πέντε επισκέψεις ανά εβδομάδα, εξέλιξη που σχετίζεται με την καθημερινή ανάγκη προμήθειας ψωμιού (άλλωστε ο φούρνος αποτελεί το κυρίαρχο κανάλι στην πώλησης άρτου), αλλά και με την εξέλιξη των αρτοπωλείων σε καταστήματα με νέα προϊόντα με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον καφέ.
Η λαϊκή αγορά καταγράφει περίπου μία επίσκεψη ανά εβδομάδα για την εβδομαδιαία αναπλήρωση φρούτων και λαχανικών, με το 78% του κοινού να κάνει τουλάχιστον μία επίσκεψη σε εβδομαδιαία βάση. ‘Αλλωστε η λαϊκή αγορά είναι το σημείο πώλησης με το μεγαλύτερο μερίδιο πωλήσεων σε προϊόντα φρούτων και λαχανικών.
Τα εξειδικευμένα σημεία πώλησης κρεοπωλείο-ιχθυοπωλείο-οπωροπωλείο λαμβάνουν επίσης μία επίσκεψη ανά εβδομάδα. Το κρεοπωλείο ξεχωρίζει από τα εξειδικευμένα καταστήματα με το 77% του κοινού να το επισκέπτεται, ενώ η διείσδυση τόσο του οπωροπωλείου, όσο και του ιχθυοπωλείου είναι μικρότερη με το 65% να έχουν έστω μία επίσκεψη ανά εβδομάδα σε αυτά τα σημεία πώλησης.
Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν ότι η αγορά τροφίμων αποτελεί μια ιδιαίτερα πολύπλοκη διαδικασία και ο καταναλωτής είναι ιδιαίτερα κινητικός ανάμεσα σε διαφορετικά κανάλια, αγοράζοντας συγκεκριμένα προϊόντα από διαφορετικά σημεία πώλησης και επιλέγοντας σε σημαντικό βαθμό εξειδικευμένους πωλητές για συγκεκριμένες ομάδες προϊόντων.
Συγκεκριμένα καταγράφεται ότι κατά Μ.Ο. ο καταναλωτής αγοράζει από 14 έως 16 φορές την εβδομάδα κάποιου είδους τρόφιμα από κάποιο από τα εξεταζόμενα σημεία πώλησης. Χαρακτηριστικό είναι ότι η κατανομή των επισκέψεων είναι ιδιαίτερα κατακερματισμένη, με το σουπερμάρκετ να έχει το 21% (το οποίο «σπάει» περεταίρω σε διαφορετικά καταστήματα), ο φούρνος το 23%, η λαϊκή αγορά το 10% και το εξειδικευμένο κατάστημα το κρεοπωλείο, ιχθυοπωλείο, οπωροπωλείο περίπου επίσης το 10%. Σημειώνεται ότι σε αυτά τα σημεία πώλησης δεν περιλαμβάνεται το κανάλι του διαδικτύου, το οποίο μπορεί ακόμα στην Ελλάδα να έχει χαμηλά ποσοστά πωλήσεων, αλλά στο εξωτερικό αποτελεί το κανάλι πώλησης με τους μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης.
Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να σημειωθεί ότι η επισκεψιμότητα δεν μεταφράζεται και σε αξία καλαθιού καθώς π.χ. ο φούρνος-αρτοπωλείο μπορεί να έχει μεγαλύτερη επισκεψιμότητα από το κρεοπωλείο, αλλά κατά κανόνα έχει καλάθι χαμηλότερης αξίας. Το μεγαλύτερο καλάθι ανά επίσκεψη καταγράφεται στο σουπερμάρκετ, καθώς πρόκειται για το σημείο πώλησης που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο εύρος προϊόντων, στο οποίο άλλωστε ο καταναλωτής μπορεί να βρει και τα προϊόντα των ανταγωνιστικών καναλιών. Μπορεί οι αλυσίδες σουπερμάρκετ να έχουν περίπου το 21% της επισκεψιμότητας στις αγορές τροφίμων, αλλά επίσης έχουν περίπου το 53% της συνολική δαπάνης των νοικοκυριών, κάτι το οποίο αντικατοπτρίζει αφενός το σημαντικά μεγαλύτερο μέσο καλάθι στις αγορές από το σουπερμάρκετ συγκριτικά με τα υπόλοιπα σημεία πώλησης, αφετέρου την προτίμηση του καταναλωτικού κοινού για την πραγματοποίηση του μεγαλύτερου όγκου των αγορών στο δίκτυο της οργανωμένης λιανικής. Πρακτικά αυτή η καταγραφή μεταφράζεται σε μεγαλύτερη αποδοτικότητα, τόσο από την πλευρά του καταναλωτή – ο οποίος αξιοποιεί πιο αποδοτικά τόσο χρόνο, όσο και τα χρήματα του – όσο και από την πλευρά της επιχείρησης (σουπερμάρκετ) – η οποία μπορεί να προσφέρει καλύτερο επίπεδο υπηρεσιών στον αγοραστή.
Ο Έλληνας καταναλωτής αξιολογεί πολύ υψηλά την αγοραστική εμπειρία στα σουπερμάρκετ σε ποσοστά άνω του 80%. Η ασφάλεια των αγορών είναι το πιο δυνατό σημείο, ενώ ακολουθούν η άνεση των αγορών, η ποικιλία και εξυπηρέτηση. Η σχέση ποιότητας-τιμής που είναι το κύριο ζητούμενο στη διαδικασία λήψης απόφασης σημείου πώλησης επίσης αξιολογείται θετικά από το 82% του κοινού.