Όταν η πρώην δημοσιογράφος Μένα Μάνγκαλ δολοφονήθηκε εν μέση οδώ το Σάββατο στην Καμπούλ πολλοί αρχικά πίστεψαν ότι ευθύνονται οι Ταλιμπάν. Όμως στο Αφγανιστάν η βία εναντίον των γυναικών έχει ενδημικό χαρακτήρα και δεν οφείλεται μόνο στους αντάρτες.
Η αστυνομία γρήγορα ανακοίνωσε ότι θεωρεί πιθανότερο σενάριο ο πρώην σύζυγος της 27χρονης Μάνγκαλ να είχε ρόλο στη δολοφονία της, την οποία διέπραξαν ένοπλοι άνδρες που επέβαιναν σε μοτοσικλέτα. Προς το παρόν διαφεύγει της σύλληψης και καταζητείται.
Ο φόνος αυτός προκάλεσε οργή για την τύχη των γυναικών στο Αφγανιστάν, οι οποίες συχνά είναι θύματα παρενόχλησης, ενδοοικογενειακής και σεξουαλικής βίας, αλλά και διακρίσεων.
Τον φόνο καταδίκασε ο Καναδός πρωθυπουργός Τζάστιν Τριντό αλλά και η αμερικανική πρεσβεία στην Καμπούλ.
Η Μάνγκαλ εγκατέλειψε τα πλατό της τηλεόρασης πριν τρία χρόνια για να γίνει σύμβουλος στην επιτροπή θρησκευτικών και πολιτιστικών θεμάτων του αφγανικού κοινοβουλίου και άρα ήταν αρκετά γνωστή στα μέσα ενημέρωσης.
Έπειτα από προσφυγή που είχε καταθέσει για ενδοοικογενειακή βία και απειλές για τη ζωή της, η Μάνγκαλ κατάφερε να πάρει διαζύγιο από τον σύζυγό της, μιας διαδικασία γεμάτη παγίδες για τις γυναίκες στο Αφγανιστάν, όπου οι δικαστικές αποφάσεις τείνουν να ευνοούν τους άνδρες.
Λίγο πριν τη δολοφονία της είχε αναρτήσει ένα μήνυμα σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης στο οποίο ανέφερε ότι έλαβε μια απειλή για τη ζωή της, χωρίς να διευκρινίσει από ποιον.
«Δυστυχώς ο φόνος της Μένα δεν είναι ο πρώτος», δήλωσε η Σαμίρα Χαμίντι ακτιβίστρια της Διεθνούς Αμνηστίας στη νότια Ασία.
«Πολλές γυναίκες δέχονται απειλές, παρενοχλούνται, απάγονται και τελικά δολοφονούνται (…) Επιπλέον δεν υπάρχει μηχανισμός προκειμένου να ερευνηθούν τα εγκλήματα αυτά και να προσαχθούν στη δικαιοσύνη οι δράστες τους», κατήγγειλε η ίδια.
Σταματήστε να δολοφονείτε γυναίκες
Τα δικαιώματα των γυναικών στο Αφγανιστάν βελτιώθηκαν μετά την επέμβαση του διεθνούς συνασπισμού υπό τις ΗΠΑ το 2001, ο οποίος εκδίωξε από την εξουσία τους Ταλιμπάν.
Όσο κυβερνούσαν τη χώρα οι ακραίοι αυτοί ισλαμιστές (1996-2001) απαγόρευαν στις γυναίκες την πρόσβαση στην εκπαίδευση, τις κρατούσαν περιορισμένες στο οικογενειακό περιβάλλον και τις ανάγκαζαν να φορούν μπούρκα. Κάποιες είχαν λιθοβολιστεί μέχρι θανάτου επειδή κατηγορήθηκαν για μοιχεία.
Σήμερα οι γυναίκες στο Αφγανιστάν έχουν εισέλθει στην αγορά εργασίας, κυρίως στις πόλεις, και έχουν περίπου το ένα τέταρτο των εδρών στο κοινοβούλιο.
Ωστόσο παραμένουν αντιμέτωπες με μεγάλες προκλήσεις. Οι αναγκαστικοί γάμοι είναι συχνό φαινόμενο, κυρίως στην επαρχία, ακόμη και μεταξύ των ανήλικων κοριτσιών.
Το 2015 μια γυναίκα με το όνομα Φαρχούντα λιντσαρίστηκε μέχρι θανάτου από πλήθος στην Καμπούλ αφού είχε κατηγορηθεί αδίκως για βλασφημία. Η περίπτωσή της έγινε σύμβολο της βίας την οποία αντιμετωπίζουν οι Αφγανές.
Η Σαγκούφα Νουρζάι, βουλευτής, ανήρτησε στο Twitter φωτογραφίες της Μένα Μάνγκαλ, της Φαρχούντα, μίας γυναίκας της οποίας ο σύζυγος έκοψε τη μύτη και ενός κοριτσιού το οποίο απήχθη και δολοφονήθηκε.
«Όλα αυτά τα εγκλήματα διαπράχθηκαν την ημέρα» στην Καμπούλ, έγραψε χρησιμοποιώντας το hashtag #StopKillingWomen (σταματήστε να δολοφονείτε γυναίκες).
Η Μέρι Άκραμι, διευθύντρια το δικτύου Αφγανών γυναικών, εκτιμά ότι το γεγονός πως η βία εναντίον των γυναικών είναι συνηθισμένο φαινόμενο, αυτό οφείλεται εν μέρει «στην κουλτούρα της ατιμωρησίας».
«Η απουσία της προσήκουσας ποινής και η διαφθορά του δικαστικού συστήματος έχουν δημιουργήσει στους άνδρες μια αίσθηση ατιμωρησίας», δήλωσε, υπογραμμίζοντας και την έλλειψη πρόσβασης των γυναικών σε πληροφορίες για τα δικαιώματά τους.
(ΑΠΕ – ΜΠΕ)