Οι δικαστές στην υπόθεση Φλώρου εφάρμοσαν όπως έχουν υποχρέωση από το Σύνταγμα το άρθρο 110 Α του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε επί Παρασεκυόπουλου και ως εκ τούτου η αποφυλάκιση του 39χρονου επιχειρηματία με ποσοστό αναπηρίας άνω του 67% από τη στιγμή που προσκόμισε τη σχετική βεβαίωση του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α) ήταν μονόδρομος για τους δικαστές που εξέτασαν την αίτησή του.
Αυτό αναφέρει σε ανακοίνωση που εξέδωσε η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) καλώντας όσους «ψάχνουν τους υπαίτιους για τέτοιες αποφυλακίσεις» να πιέσουν τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία για αλλαγή της σχετικής νομοθετικής διάταξης εάν δεν συμφωνούν μ’ αυτήν, είτε να ζητήσουν διερεύνηση του τρόπου χορήγησης των πιστοποιητικών αναπηρίας εάν κρίνουν ότι αυτά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα».
Παράλληλα, η ΕΔΕ επισημαίνει στην ανακοίνωσή της πως ξεπερνάει «κάθε όριο φαρισαϊσμού και υποκρισίας να καταγγέλλονται από θεσμικούς φορείς αυτοί που εφάρμοσαν το Νόμο ενεργώντας σύμφωνα με τη συνταγματική τους αποστολή!». Προσθέτει δε πως «η εποχή που Δικαστές και Εισαγγελείς έπαιζαν το ρόλο της «Ιφιγένειας» σιωπώντας σε τέτοιες προκλήσεις, έχει πλέον περάσει».
Αναλυτικά, η ανακοίνωση της ΕΔΕ έχει ως εξής: «Η παραπληροφόρηση και οι αθεμελίωτες καταγγελίες σε βάρος των δικαστικών λειτουργών που χορήγησαν την υφ’ όρο απόλυση του καταδίκου, Α. Φλώρου, μας υποχρεώνουν να επαναλάβουμε βασικά και αυτονόητα νομικά αξιώματα, όπως την υποχρέωση του Δικαστή να εφαρμόζει το Νόμο, ανεξάρτητα από το εάν συμφωνεί ή όχι με αυτόν.
Ο Α. Φλώρος καταδικάστηκε για υπεξαίρεση σε κάθειρξη 21 ετών με απόφαση της Ελληνικής Δικαιοσύνης. Το Δικαστικό Συμβούλιο κρίνοντας την προηγούμενη εβδομάδα αίτημά του για υφ’ όρον απόλυση εφάρμοσε το άρθρο 110 Α’ του Ποινικού Κώδικα (όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4356/2015) το οποίο υποχρεώνει τους Δικαστές –χωρίς τη δυνατότητα διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης- να διατάξουν την υφ’ όρο απόλυση, εάν διαπιστώνεται ο με ευεργετικό τρόπο υπολογισμός του 1/5 της ποινής και η αναπηρία του καταδίκου σε ποσοστό άνω του 67% από βεβαίωση του ΚΕ.Π.Α. καθιστώντας τους δύο αυτούς παράγοντες αμάχητα τεκμήρια για την υπαγωγή στη ρύθμιση. Στην προκειμένη περίπτωση ο κρατούμενος προσκόμισε στο Δικαστικό Συμβούλιο σχετική βεβαίωση του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) που τον έκρινε ανάπηρο σε ποσοστό 70%. Επομένως δεν υπήρχε καμία άλλη δυνατότητα για το Συμβούλιο από την απόλυση του καταδίκου.
Όσοι «οργισμένοι» ψάχνουν τους υπαίτιους για τέτοιες αποφυλακίσεις έχουν τη δυνατότητα είτε να πιέσουν τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία για αλλαγή της σχετικής νομοθετικής διάταξης εάν δεν συμφωνούν μ’ αυτήν, είτε να ζητήσουν διερεύνηση του τρόπου χορήγησης των πιστοποιητικών αναπηρίας εάν κρίνουν ότι αυτά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ξεπερνάει όμως κάθε όριο φαρισαϊσμού και υποκρισίας να καταγγέλλονται από θεσμικούς φορείς αυτοί που εφάρμοσαν το Νόμο ενεργώντας σύμφωνα με τη συνταγματική τους αποστολή! Η εποχή που Δικαστές και Εισαγγελείς έπαιζαν το ρόλο της “Ιφιγένειας” σιωπώντας σε τέτοιες προκλήσεις, έχει πλέον περάσει».
(AΠΕ-ΜΠΕ)