Νέες «σκιές» αναφορικά με τους χειρισμούς του παραιτηθέντος υπουργού Μεταφορών, Κώστα Καραμανλή, δημιουργούνται μέσα από τις αποκαλύψεις της «Εφημερίδας των Συντακτών», σύμφωνα με τις οποίες υπέγραψε ρήτρα αποζημιώσεων προς την κοινοπραξία Alstom – TOMH, η οποία είχε αναλάβει τη διεκπεραίωση της σύμβασης 717 για την ανακατασκευή της σηματοδότησης του σιδηροδρομικού δικτύου.
Σύμφωνα με τα σχετικά έγγραφα που περιέχονται στο ρεπορτάζ, η εν λόγω υπουργική απόφαση αφορά αποζημίωση ύψους 2.767.782,93 ευρώ στα οποία εν συνεχεία προστέθηκαν άλλα 560.000 ευρώ – με απόφαση της διοίκησης της ΕΡΓΟΣΕ.
Συνολικά δόθηκαν περισσότερα από 3 εκατ. ευρώ την ώρα που ο αναθέτων του έργου βρισκόταν σε διαμάχη με την κοινοπραξία (εκδικάσεις προσφυγών κ.λπ.) κι ενώ ο ίδιος (η ΕΡΓΟΣΕ δηλαδή), με έγγραφό της απέρριπτε τις ενστάσεις της εταιρείας με τις οποίες ζητούσε τις αποζημιώσεις.
Μάλιστα, στο ρεπορτάζ επισημαίνεται πως επί της ουσίας ο κ. Καραμανλής αγνόησε τις παλαιότερες εισηγήσεις της ΕΡΓΟΣΕ και προχώρησε στην πληρωμή του ποσού.
Κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν της υπόθεσης, στο δημοσίευμα της «Εφημερίδας των Συντακτών» σημειώνεται πως έχει γίνει γνωστό από τη δημοσιοποίηση διαφόρων εγγράφων πως η σύμβαση 717, που συνάφθηκε επί κυβέρνησης Σαμαρά, ήταν εξόχως προβληματική και γι’ αυτό άλλωστε βρήκε «τοίχο» δύο φορές από το Ελεγκτικό Συνέδριο και μία από την Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΕΔΕΛ).
Ενα από τα «αγκάθια» ολοκλήρωσής της ήταν η άρνηση της εταιρείας Alstom να υπογράφει τις μελέτες του έργου. Τελικά, τον Απρίλιο του 2019 η διοίκηση της ΕΡΓΟΣΕ προχώρησε στην αποστολή «Ειδικής Πρόσκλησης» προς την κοινοπραξία με την προειδοποίηση ότι αν δεν συμμορφωνόταν θα ξεκινούσε η διαδικασία έκπτωσής της από το έργο. Τον Ιούλιο του 2019 η εταιρεία συμμορφώνεται και στέλνει υπογεγραμμένες τις μελέτες. Πλέον, μετά και από τη ρύθμιση αυτής της σημαντικής λεπτομέρειας, θα μπορούσε να υπογραφεί η συμπληρωματική σύμβαση 717-1 για να ολοκληρωθεί το έργο, κάτι που η κυβέρνηση της Ν.Δ. πραγματοποίησε 18 μήνες αργότερα, τον Μάιο του 2021.
Το ίδιο διάστημα ωστόσο και πιο συγκεκριμένα από τον Απρίλιο του 2019 (περίοδος που η ΕΡΓΟΣΕ στέλνει την Ειδική Πρόσκληση) έως και τον Αύγουστο του 2020 η κοινοπραξία πραγματοποιεί 7 ενστάσεις, ζητώντας αποζημίωση από τον ΟΣΕ «λόγω σταλίας [σ.σ. αναμονή, δέσμευση] προσωπικού και μηχανημάτων της σε διάφορες χρονικές περιόδους, από το 2018 έως και το 2020».
Στις αρχές του 2021 λοιπόν, το υπουργείο κάνει δεκτές τις 5 από τις 7 ενστάσεις της εταιρείας και αποφασίζει να την αποζημιώσει με το ποσόν των 2,7 εκατ. ευρώ. Το προβληματικό εδώ, που χρήζει απαντήσεων από τον κ. Καραμανλή, είναι πώς ακριβώς το Δημόσιο προχώρησε σε καταβολή αποζημιώσεων για μια χρονική περίοδο κατά την οποία η εταιρεία δεν ακολουθούσε τους όρους της σύμβασης (δεν υπέγραφε τις μελέτες) και που η ΕΡΓΟΣΕ είχε ξεκινήσει τη διαδικασία έκπτωσής της από το έργο; Και πώς ακριβώς γίνεται να υπογράφεται τελικά η συμπληρωματική σύμβαση με 18 μήνες καθυστέρηση, λίγους μήνες αφού εκδόθηκε η απόφαση αποζημίωσης;
Στην υπουργική απόφαση γίνεται επίκληση της ομόφωνης θετικής γνωμοδότησης του τεχνικού συμβουλίου της ΕΡΓΟΣΕ για τις αποζημιώσεις. Ωστόσο, σύμφωνα με άλλο έγγραφο, πιο πρόσφατο, του Μαΐου του 2022 που επίσης δημοσιεύουμε σήμερα, η Διεύθυνση Εργων της ΕΡΓΟΣΕ βάζει σειρά ενστάσεων και για τις αξιώσεις της εταιρείας σε αποζημιώσεις, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως δεν της προσκομίζει τις αντίστοιχες αποδείξεις. Πιο συγκεκριμένα, στο έγγραφο με αριθμό πρωτοκόλλου 4405-2022 και με ημερομηνία 06-05-2022 καταγράφονται οι απόψεις της Διεύθυνσης Εργων της ΕΡΓΟΣΕ επί της προσφυγής που είχε καταθέσει η Alstom και που ήταν ορισμένη αρχικά να δικαστεί στις 11 Μαΐου του 2021 (την ίδια περίοδο που υπογράφεται τελικά η συμπληρωματική σύμβαση).
Εκεί λοιπόν, μεταξύ άλλων, γίνεται αναδρομή σε όλες τις ενστάσεις που είχε καταθέσει η εταιρεία κατά της ΕΡΓΟΣΕ. Αξίζει να σημειωθεί ότι επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ όλες οι ενστάσεις «απορρίπτονται σιωπηρώς» από την ΕΡΓΟΣΕ. Σε ό,τι αφορά στην ουσία του ζητήματος και στην αξίωση αποζημιώσεων, η Διεύθυνση Εργων γράφει τα εξής:
Και εν συνεχεία το έγγραφο αναφέρει: «Συνεπώς ο τρόπος υπολογισμού που αιτείται η ανάδοχος κοινοπραξία είναι αόριστος, στερείται των απαραίτητων νόμιμων παραστατικών και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί». Καταλήγει, δε, ως εξής:
«Απ’ όλα τα ανωτέρω είναι προφανές ότι η ανάδοχος κοινοπραξία αιτείτο την πραγματοποίηση εργασιών για τις οποίες δεν είχε εγκεκριμένες μελέτες εφαρμογής ή αφορούσαν την 1η σύμβαση η οποία δεν είχε εισέτι υπογραφεί, χωρίς προς τούτο να ευθύνεται η ΕΡΓΟΣΕ».
Παρ’ όλα αυτά η κοινοπραξία έλαβε την αποζημίωση που ζήτησε από το υπουργείο και όχι μόνο αυτό. Ακολούθως στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και η διοίκηση της ΕΡΓΟΣΕ. Πιο συγκεκριμένα, 10 μέρες μετά την υπουργική απόφαση αποζημίωσης αποφασίζει να αποζημιώσει επιπλέον με ποσόν 564.347,6 ευρώ την κοινοπραξία για αντίστοιχες ενστάσεις που αφορούσαν την περίοδο του 2020. Κάνοντας την πρόσθεση διαπιστώνεται ότι η κυβέρνηση της Ν.Δ. έδωσε στην κοινοπραξία αποζημίωση ύψους 3,3 εκατ. ευρώ πριν καν υπογραφεί η συμπληρωματική σύμβαση.