Θλίψη προκάλεσαν οι φωτογραφίες που έφερε στο φως το in που δείχνουν τμήμα του ιστορικού κινηματογράφου Ιντεάλ να έχει καταρρεύσει.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, ενώ είχε κανονιστεί προβολή ταινίας για τους δημοσιογράφους, ξαφνικά έπεσε τμήμα του διπλανού κτιρίου πάνω στον κινηματογράφο ανοίγοντας μια μεγάλη τρύπα στην οροφή.
Το διπλανό κτίριο πρόκειται για ένα ακόμα ιστορικό κτίριο στο κέντρο της Αθήνας, το «Ελληνικό Ωδείο» επί της οδού Φειδίου.
Πρόκειται για το πρώην Ωδείο «Λόττνερ», το οποίο ο συνθέτης Μανώλης Καλομοίρης μετονόμασε σε «Ελληνικό Ωδείο» το 1919 και στεγαζόταν στο σπίτι γερμανοβαυαρού διπλωμάτη της πρώτης δεκαετίας της ανεξαρτησίας.
Ο Καλομοίρης διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του μουσικού τοπίου και στην οργάνωση της μουσικής παιδείας στην Ελλάδα. Διετέλεσε καθηγητής πιάνου και ανώτερων θεωρητικών στο Ωδείο Αθηνών (1911-19), Γενικός Επιθεωρητής Στρατιωτικής Μουσικής (1918-20, 1922-37).
Αναδιοργάνωσε το πρώην Ωδείο «Λόττνερ» το οποίο μετονομάζει σε Ελληνικό Ωδείο (1919) και ίδρυσε το Εθνικό Ωδείο (1926), το οποίο διηύθυνε μέχρι το 1948 οπότε ανέλαβε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, θέση που κράτησε έως τον θάνατο του.
Τα τελευταία χρόνια όμως το εμβληματικό κτίριο παρέμενε βουβό και εγκαταλελειμένο επί της Φειδίου.
Αποτελούσε ένα από τα σπουδαιότερα νεοκλασικά μνημεία που βρίσκονται στην Ευρώπη, ενώ πέρα από την αρχιτεκτονική του αξία η ιστορική του πορεία είναι εντυπωσιακή.
Ο δρ. Θεμιστοκλής Μπιλής, αρχιτέκτων-μηχανικός και συνεργάτης του γειτονικού Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, έχει ασχοληθεί με το Μέγαρο Πρόκες-Όστεν στο πλαίσιο της γενικότερης μελέτης της ευρύτερης περιοχής. Υπογραμμίζει τόσο την ιστορική όσο και την πολεοδομική αξία του κτιρίου: «Η θέση του σε κοντινή απόσταση από το μοναδικό συγκρότημα της τριλογίας των Αθηνών και σε άμεση γειτνίαση με το κτίριο του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, αφού το τελευταίο ανοικοδομήθηκε στον αρχικό κήπο του, καθιστούν το κτίριο Prokesch von Osten ένα κεντροβαρικό σημείο αναφοράς για την ιστορία της πόλης» είχε αναφέρει μιλώντας στην Athens Voice.
Ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει την κατάσταση του οικοδομήματος λυπηρή κι εξηγούσε πως το γεγονός ότι ένα κτίριο έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο δεν εγγυάται, δυστυχώς, την αναγκαία συντήρηση μια που αυτό απαιτεί φροντίδα και κόστος.
«Ο νόμος περί διατηρητέων δεν περιλαμβάνει πολλά ευεργετήματα για τους ιδιοκτήτες. Έτσι επωμίζονται οι ιδιώτες τη διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, κάτι το οποίο είναι ασύμμετρο σε σχέση με τις δυνατότητες του πολίτη».
Σημειώνεται ότι ο ίδιος είχε έρθει σε επαφή με τον ΕΦΚΑ αναφέροντας δε πως οι αρμόδιοι «είναι πολύ πρόθυμοι και ανοιχτοί σε οποιαδήποτε πρόταση μπορεί να υπάρξει για τη συντήρηση και την αξιοποίηση του οικοδομήματος».
Μάλιστα κατόπιν συνεννοήσεως με την υπηρεσία ακινήτων ΕΦΚΑ, κατέστη δυνατή από μέρους του η επίσκεψη του εσωτερικού χώρου του κτιρίου και η φωτογραφική αποτύπωση της εικόνας η οποία πιστοποιεί την κακή κατάστασή διατήρησης.
Σύμφωνα με τον κ. Μπιλής, το κτίριο είχε ήδη τμηματικά καταστραφεί από φωτιά και από τη διαδικασία κατάσβεσης ενώ η κατάστασή του διαφέρει σε μεγάλο βαθμό κατά τμήματα. Το υπόγειο βρισκόταν σε καλή κατάσταση, το υπερυψωμένο ισόγειο σε μέτρια ενώ ο όροφος σε κακή.
«Οι μεγάλες φθορές εντοπίζονται κυρίως στην κεντρική ζώνη του κτιρίου τόσο νότια όσο και βόρεια» ανέφερε θεωρώντας ως βασική αιτία της καταστροφής την ελλιπέστατη συντήρηση του κτιρίου και την οριστική του εγκατάλειψη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. «Κάποια στιγμή, μετά την επανένωση της Γερμανίας, υπήρξε η σκέψη να επεκταθεί το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο στο Μέγαρο Πρόκες καθώς η ιστορία του ενός κτιρίου είναι άμεσα συνυφασμένη με του άλλου. Ωστόσο, η προοπτική αυτή δεν τελεσφόρησε…».