Στην τελική ευθεία βρίσκεται η διαδικασία των απολογιών των 12 κατηγορουμένων για την άγρια οπαδική επίθεση εναντίον του 19χρονου Άλκη Καμπανού και της παρέας του. Απέναντι στους δικαστές του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης βρέθηκαν σήμερα, 31η μέρα της πολύκροτης δίκης, ο 10ος και ο 11ος κατηγορούμενος, επιβάτες του τρίτου αυτοκινήτου από το κομβόι που μετέβη στο σημείο του φονικού επεισοδίου, στη Χαριλάου.
Και οι δύο αρνήθηκαν ότι χτύπησαν τον αδικοχαμένο Άλκη, τον οποίο -όπως απολογήθηκαν- δεν είδαν καν, ούτε άκουσαν, ενώ αποδέχθηκαν ότι χτύπησαν τους φίλους του- ο πρώτος με δρεπάνι και ο δεύτερος με ξύλινο στυλιάρι. Δήλωσαν μετανιωμένοι για την εμπλοκή τους στο επίδικο συμβάν, ενώ ζήτησαν συγγνώμη από τις οικογένειες του 19χρονου και τους υπόλοιπους παθόντες.
Ο 10ος κατηγορούμενος, 22 ετών, περιγράφοντας την απόφαση να πάρει μέρος στην «τυφλή» οπαδική επίθεση, τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου 2022, είπε ότι ακολούθησε παρορμητικά τους συγκατηγορούμενούς του, όταν τους είδε να κατεβαίνουν από τον σύνδεσμο της «Θύρας 4». «Άκουσα τις συζητήσεις για ένα προηγούμενο επεισόδιο στο Ωραιόκαστρο. Κανένα παιδί δεν είχε στο μυαλό του αυτό που συνέβη και για το οποίο βρισκόμαστε ενώπιόν σας», είπε.
Για το πώς βρέθηκε το δρεπάνι πάνω του, ανέφερε ότι έψαξε στον σύνδεσμο και βρήκε, σε μια γωνία, μια μαύρη σακούλα. «Νόμιζα πως είχε σίδερα μέσα, όταν το έβγαλα κατάλαβα ότι ήταν το δρεπάνι. Ασυναίσθητα το πήρα», σημείωσε, επισημαίνοντας ότι πήρε το συγκεκριμένο όπλο για προστασία σε περίπτωση που γινόταν συμπλοκή και για να μην τον πλησιάσει κανείς. «Ήταν λάθος μου», είπε, ενώ αναφέρθηκε σε συμβάν που είχε προηγηθεί 13 μήνες νωρίτερα, όταν ο ίδιος έπεσε θύμα οπαδικής επίθεσης και τραυματίστηκε σοβαρά στο μάτι του.
«Ίσως τότε ο Θεός να μου έδειξε ένα σημάδι, αλλά δεν το κατάλαβα […] Δεν ήθελα να κάνω το ίδιο που μου έκαναν αυτοί», ανέφερε, όταν ρωτήθηκε για πιθανά προσωπικά κίνητρα σε συνέχεια της συγκεκριμένης επίθεσης που είχε δεχθεί. Η απάντηση αυτή προκάλεσε την αντίδραση των συγγενών και φίλων του Άλκη, που παρεμβαίνοντας στη διαδικασία φώναξαν «κι εσύ το ίδιο έκανες».
Όσον αφορά την εμπλοκή του στο φονικό επεισόδιο, ο 22χρονος είπε ότι δεν κάθισε πάνω από 30 δευτερόλεπτα. Όπως απολογήθηκε, επενέβη όταν ήταν σε εξέλιξη η συμπλοκή. «Είδα ένα παιδί να πηγαίνει να πηδήξει προς τα κάγκελα και τότε σήκωσα το δρεπάνι και το χτύπησα. Δεν είχα πρόθεση να χτυπήσω. Μου βγήκε ασυναίσθητα, σπάω το κεφάλι μου γι’ αυτό», ανέφερε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι ακολούθως δέχθηκε ένα χτύπημα με κράνος, με αποτέλεσμα να νιώσει ζαλάδα και να του πέσει το δρεπάνι.
Ο ίδιος, πάντως, διαφοροποιήθηκε σε πολλά σημεία σε σχέση με όσα κατέθεσε στην ανακρίτρια για τις κινήσεις κάποιων εκ των συγκατηγορουμένων του, και κυρίως για τον 9ο, και δικαιολογώντας αυτή τη στροφή είπε ότι στον χρόνο που μεσολάβησε έβαλε τα πράματα σε μια χρονική σειρά, επιμένοντας πως όσα απολογήθηκε στο δικαστήριο είναι αυτά που αντιλήφθηκε.
Τη σκυτάλη πήρε στη συνέχεια ο 11ος κατηγορούμενος, ηλικίας 24 ετών, ο οποίος ανέφερε ότι κρατούσε ένα ξύλινο στειλιάρι και φορούσε κράνος για να προστατεύσει το κεφάλι του, όπως απολογήθηκε, σε περίπτωση που γινόταν «συμπλοκή». Ο ίδιος ομολόγησε ότι επενέβη όταν ήταν σε εξέλιξη το συμβάν, χτυπώντας «2-3 φορές στο κεφάλι με το ξύλο» τον κολλητό φίλο του Άλκη. «Ήταν λάθος μου. Δεν έπρεπε να πάμε εκείνη τη μέρα εκεί», δήλωσε.
Ερωτηθείς για τον Άλκη απάντησε ότι δεν τον είδε πεσμένο, ούτε είδε τα αίματα. «Δεν ήμουν ποτέ στον Άλκη, ούτε τον είδα», απολογήθηκε ο 24χρονος. Κληθείς να περιγράψει τις κινήσεις των συγκατηγορουμένων του, σημείωσε ότι «μπορώ να σας πως μόνο για το τι έκανα εγώ, για το τι έκαναν οι άλλοι δεν ξέρω», ενώ για τον 12ο κατηγορούμενο, οδηγό του τρίτου αυτοκινήτου, τόνισε ότι δεν τον είδε πουθενά.
Η διαδικασία συνεχίζεται με την απολογία του 12ου και τελευταίου κατηγορούμενου.