Οι τιθέμενες διατάξεις εισάγονται στην ολομέλεια με τις ψήφους της ΝΔ. Η αντιπολίτευση έχει δηλώσει επιφύλαξη για την τελική της θέση στην Ολομέλεια, με εξαίρεση το ΚΚΕ που έχει δηλώσει ότι καταψηφίζει το νομοσχέδιο, από την εισαγωγή του στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή.
Αντικείμενο του νομοσχεδίου αποτελεί η τροποποίηση επί μέρους ρυθμίσεων του ν. 4963/2022 με τον οποίο ιδρύθηκε η Δικαστική Αστυνομία, κυρίως εκείνων που αφορούν τη διαδικασία πρόσληψης του προσωπικού της.
Στην Ελλάδα η άσκηση καθηκόντων δικαστικής αστυνομίας από ιδιαίτερη υπηρεσία προβλεπόταν στο Βασιλικό Διάταγμα (β.δ) της 31ης Δεκεμβρίου 1836, εγκαταλείφθηκε, όμως, γρήγορα.
Το ζήτημα της σύστασης δικαστικής αστυνομίας έθεσε η Ένωση Εισαγγελέων το 1987 με υπόμνημά της προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Τρία χρόνια αργότερα, η Εταιρεία Δικαστικών Μελετών δημοσίευσε Εισήγηση και Πόρισμα με θέμα «Δικαστική Αστυνομία». Στο πόρισμα γινόταν λόγος για «αδυναμίες του ανακριτικού έργου» και «δυσλειτουργία της ποινικής δικαιοσύνης εξαιτίας της ελλείψεως δικαστικής αστυνομίας οργανικά συναρθρωμένης με τη δικαστική λειτουργία της Πολιτείας».
Με το άρθρο 36 του ν. 2145/1993, προβλέφθηκε η δυνατότητα ίδρυσης, με προεδρικό διάταγμα, υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας «υπό την άμεση διεύθυνση του οικείου εισαγγελέα πρωτοδικών». Σκοπός της Δικαστικής Αστυνομίας ήταν η «υποβοήθηση του εισαγγελέα πρωτοδικών στα καθήκοντά του με τη διενέργεια: α. Προανακριτικών πράξεων, β. Προανακριτικών εξετάσεων, γ. Συλλογής αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να βεβαιωθεί η τέλεση εγκλήματος και να ανακαλυφθεί ο δράστης, και δ. Εκτελέσεως ποινικών δικαστικών αποφάσεων, ενταλμάτων συλλήψεως, προσωρινής κρατήσεως και βίαιης προσαγωγής, καθώς και κάθε άλλης διαδικαστικής πράξεως της ποινικής διαδικασίας κατά την κρίση του αρμόδιου εισαγγελέα». Πλην όμως, το προεδρικό διάταγμα δεν εκδόθηκε.
Τον Δεκέμβριο 2002, η Ολομέλεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου αναφέρθηκε στην ανάγκη σύστασης Δικαστικής Αστυνομίας. Το ζήτημα συζητήθηκε, επίσης, σε ειδική εκδήλωση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, της Εταιρείας Δικαστικών Μελετών και του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 27 Ιανουαρίου 2010, με θέμα «Δικαστική Αστυνομία».
Κατά καιρούς, είχαν συσταθεί νομοπαρασκευαστικές επιτροπές και ομάδες εργασίας με αντικείμενο την ίδρυση δικαστικής αστυνομίας, χωρίς, όμως, αποτέλεσμα. Τα τελευταία 25 χρόνια η Δικαστική Αστυνομία έχει ανακοινωθεί από τους εκάστοτε υπουργούς Δικαιοσύνης τουλάχιστον πέντε φορές. Μια προσπάθεια έγινε το 2017-2018 επί υπουργίας Σταύρου Κοντονή, αλλά το νομοσχέδιο έμεινε στη διαβούλευση.
Με τον ν. 4963/2022 προβλέφθηκε η σύσταση δικαστικής αστυνομίας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, η οποία περιλαμβάνει πολιτικό και αστυνομικό τομέα. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 4963/2022, η σύσταση της Δικαστικής Αστυνομίας έχει ως σκοπό την «υποβοήθηση του έργου των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών και τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των δικαστικών υπηρεσιών με την ανάθεση σε εξειδικευμένο προσωπικό του Υπουργείου Δικαιοσύνης αστυνομικών καθηκόντων, καθώς και καθηκόντων που απαιτούν ειδικές επιστημονικές γνώσεις.
Με το νομοσχέδιο που συζητείται σήμερα στην ολομέλεια, εισάγεται, μεταξύ άλλων, νέα διαδικασία πρόσληψης και στελέχωσης της Δικαστικής Αστυνομίας, δοθέντος ότι, σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση, «η πραγματική λειτουργία της Δικαστικής Αστυνομίας παραμένει μέχρι και σήμερα γράμμα κενό».
Στη φάση επεξεργασίας του νομοσχεδίου στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ, η Ελληνική Λύση, οι Σπαρτιάτες, η Νίκη και η Πλεύση Ελευθερίας δεν αρνήθηκαν την αναγκαιότητα να λειτουργήσει Δικαστική Αστυνομία. Δήλωσαν όμως επιφύλαξη για την τελική τους στάση, προβάλλοντας επιφυλάξεις και αντιρρήσεις σε επιμέρους διατάξεις. Το ΚΚΕ έχει δηλώσει εξ αρχής ότι καταψηφίζει το νομοσχέδιο.
«Η Δικαστική Αστυνομία έχει θεσμοθετηθεί με προηγούμενο νόμο. Με το νομοσχέδιο παίρνει σάρκα και οστά αυτός ο θεσμός», είπε ο εισηγητής της ΝΔ Δημήτρης Κούβελας. Στόχος, είπε ο βουλευτής της ΝΔ, είναι στις αρχές του επόμενου έτους να βρεθούν στις οργανικές τους θέσεις τα στελέχη του πολιτικού τομέα και του αστυνομικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας. Αναφερόμενος στις αλλαγές που επέρχονται στις διαδικασίες πρόσληψης για το αστυνομικό και πολιτικό προσωπικό, ο Δημήτρης Κούβελας είπε ότι στόχος είναι η επιτάχυνση της όλης διαδικασίας με τρόπο που δεν αποβαίνει σε βάρος της αντικειμενικότητας, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας, δηλαδή προσλήψεις μέσω του ΑΣΕΠ.
«Δεν νομίζω ότι με τον γενικό διαγωνισμό του ΑΣΕΠ μπορεί να καλυφθούν οι θέσεις των μελών της δικαστικής εξουσίας. Όλες οι προηγούμενες αναφορές μιλούν για ξεχωριστό, για ad hoc διαγωνισμό και αυτό πρέπει να μας καταστήσει εξαιρετικά υποψιασμένους και προσεκτικούς για να μην πάμε σε μια διαδικασία ατελέσφορη», είπε ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ Θεόφιλος Ξανθόπουλος και επισήμανε: «Από την ιδρυτική της πράξη αυτή η υπηρεσία επρόκειτο να συνεπικουρήσει όλη τη δικαιοσύνη, την ποινική, τη διοικητική και την πολιτική. Με το νομοσχέδιο γίνεται παρακολούθημα αποκλειστικά των εισαγγελιών και των εισαγγελέων και είναι πολύ σοβαρό ερώτημα εάν οι άνθρωποι αυτοί θα μπορέσουν να συνεπικουρήσουν, να βοηθήσουν δικαστές άλλων κλάδων και πώς θα γίνεται αυτό».
Και ο κ. Ξανθόπουλος και οι άλλοι εκπρόσωποι των κομμάτων της αντιπολίτευσης αναφέρθηκαν στις προβλέψεις του νομοσχεδίου για τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι υποψήφιοι και επισήμαναν ότι εισάγονται κριτήρια που ουσιαστικά αποκλείουν τη συμμετοχή των γυναικών στο αστυνομικό προσωπικό της Δικαστικής Αστυνομίας. Έθεσαν επίσης θέμα για το πρόσωπο που θα τεθεί επικεφαλής της Δικαστικής Αστυνομίας και αν θα είναι συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός.
«Με τις προϋποθέσεις τις οποίες βάζετε, οι γυναίκες αποκλείονται από την κάλυψη πλήρωσης των θέσεων της Δικαστικής Αστυνομίας», επισήμανε η ειδική αγορήτρια του ΠΑΣΟΚ Νάντια Γιαννακοπούλου.
«Με το νομοσχέδιο δίνεται έμφαση στο αστυνομικό τμήμα την ίδια ώρα που σε τίποτα δεν διασφαλίζονται τα ζητήματα της παροχής επιστημονικής και τεχνικής συνδρομής στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς για τα οποία πράγματι υπάρχει σήμερα ανάγκη», έχει δηλώσει η ειδική αγορήτρια του ΚΚΕ Μαρία Κομνηνάκα.
«Η Δικαστική Αστυνομία πρέπει να λειτουργήσει στα πρότυπα της Αμερικανικής Δικαστικής Αστυνομίας, τη γνωστή ως FBI. Να έχει δηλαδή και επιχειρησιακό βραχίονα, για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και για να εξιχνιάζει υποθέσεις μείζονος σημασίας», ανέφερε ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης ,Παύλος Σαράκης. Ο βουλευτής κάλεσε επίσης την κυβέρνηση να απαντήσει αν «προορίζει» για τη θέση του επικεφαλής της Δικαστικής Αστυνομίας «τον προσφάτως συνταξιοδοτηθέντα Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ισίδωρο Ντογιάκο».
«Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε με ποια επιστημονική τεκμηρίωση κατέληξε το υπουργείο σε αυτή την αναλογία αστυνομικού και πολιτικού προσωπικού», είπε και ο ειδικός αγορητής των Σπαρτιατών Ιωάννης Κόντης και πρόσθεσε ότι πρέπει να εξαλειφθεί η μοριοδότηση με την προηγούμενη στρατιωτική θητεία, γιατί είναι σίγουρα εις βάρος της επιλογής των γυναικών.
Την εκτίμηση ότι τα κριτήρια για την στρατιωτική προϋπηρεσία θα οδηγήσουν στον αποκλεισμό των γυναικών από τη Δικαστική Αστυνομία διατύπωσε και ο ειδικός αγορητής της Νίκης, Γιώργος Αποστολάκης. Όπως και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης και η Νίκη θέτει ζήτημα για τον επικεφαλής της Δικαστικής Αστυνομίας και διατυπώνει αντίρρηση να προΐσταται συνταξιούχος ανώτατος ή ανώτερος δικαστικός λειτουργός της Διεύθυνσης της Δικαστικής Αστυνομίας.
«Πάρα πολλά σημεία διατάξεων κινούνται σε παλαιοκομματικό πνεύμα και αποτυπώνουν μια προσπάθεια της δεκαετίας του 1950 να πριμοδοτηθούν με μόρια, με διακρίσεις οι καθαροί και οι επίλεκτοι», παρατήρησε η Ελένη Καραγεωργοπούλου, ειδική αγορήτρια της Πλεύσης Ελευθερίας. «Οι γυναίκες που δεν υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις χάνουν τη δυνατότητα μοριοδότησης και ως εκ τούτου βγαίνουν εκτός διαγωνισμού», επισήμανε η κ. Καραγεωργοπούλου.
Στη συζήτηση παρενέβη και πρόεδρος της ΚΟ της Πλεύσης Ελευθερίας Ζωή Κωνσταντοπούλου. «Οι προβλέψεις για το ύψος είναι μια απαρχαιωμένη μέθοδος διάκρισης σε βάρος των γυναικών. Υπάρχει σταθερή νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δεν επιτρέπεται να έρχεται εν έτει 2023 μία διάταξη περί ύψους, και περί κατώτατου ύψους, που τελικά σημαίνει λιγότερες γυναίκες. Δεν επιτρέπεται να έρχεται μία διάταξη με υπερμοριοδότηση της στρατιωτικής θητείας, την οποία εξ ορισμού δεν έχουν υπηρετήσει γυναίκες. Δεν επιτρέπεται να έρχεται διάκριση περί απαγόρευσης της δερματοστιξίας, του τατουάζ. Με το νομοσχέδιο δεν επιτρέπεται να υπάρχουν εμφανή τατουάζ σε έναν υποψήφιο για να προσληφθεί στη Δικαστική Αστυνομία εάν κριθεί ότι αντιτίθενται στο σκοπό και στη φιλοσοφία», επισήμανε η Ζωή Κωνσταντοπούλου.
«Εάν υπήρχαν προθέσεις άνισης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, δεν θα είχαμε στους επανειλημμένους διαγωνισμούς που έγιναν, για τις προσλήψεις ειδικών φρουρών, πολλές προσλήψεις γυναικών. Έχουν περάσει πάρα πολλές γυναίκες στα σώματα αυτά. Δεν είναι προνόμιο των ανδρών», απάντησε ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης και πρόσθεσε: «Το ύψος είναι για το αστυνομικό προσωπικό, δεν είναι για το προσωπικό του πολιτικού τομέα. Το αστυνομικό προσωπικό είναι για τη φύλαξη ή την προσπάθεια να διεξάγονται ομαλά οι δίκες. Ξέρετε, πολλές φορές, τι εντάσεις δημιουργούνται εκεί, όπου πρέπει να παρέμβουν οι αστυνομικοί. Εκεί, λοιπόν, χρειάζεσαι κανονικό αστυνομικό. Γι’ αυτό τίθενται αυτά».
Ο υφυπουργός Δικαιοσύνης Ιωάννης Μπούγας, αναφέρθηκε στις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του προσωπικού της Δικαστικής Αστυνομίας. «Στόχος του αστυνομικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας είναι να αποδεσμεύσουμε σταδιακά, μέχρι την 30η Ιουνίου του 2024, την Ελληνική Αστυνομία από τα καθήκοντα τα οποία επιτελεί σήμερα προς υποβοήθηση του έργου της δικαιοσύνης, έτσι ώστε οι αστυνομικοί, 2.000 έως 2.500 από την Ελληνική Αστυνομία, να μπορούν στο εξής να επιτελούν αμιγώς αστυνομικά καθήκοντα», είπε ο υφυπουργός Δικαιοσύνης. Σε σχέση με τον πολιτικό τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας, ο Ιωάννης Μπούγας είπε ότι θα επιφορτιστεί με τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και την παροχή επιστημονικής και τεχνικής συνδρομής στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς επί θεμάτων των οποίων η ανάλυση και η μελέτη απαιτεί ιδιαίτερες γνώσεις επιστήμης.
Ο υφυπουργός Δικαιοσύνης ανέφερε εξάλλου ότι «η επιπλέον μοριοδότηση όσων έχουν υπηρετήσει στις Ειδικές Δυνάμεις ή ως Έφεδροι Αξιωματικοί, προβλέπεται επειδή οι άνθρωποι αυτοί έχουν αποκτήσει δεξιότητες, έχουν την σωματική ρώμη, αλλά έχουν και τα ψυχικά εφόδια, τα οποία είναι ωφέλιμα στην άσκηση των καθηκόντων τους».
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)