Η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας σε ανακοίνωσή της εκφράζει την αντίθεσή της στις ενέργειες της προέδρου και της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ιωάννας Κλάπα και Γεωργίας Αδειλίνη, αντίστοιχα, να ζητήσουν από κοινού τον πειθαρχικό έλεγχο τόσο της δικαστικής και όσο και της εισαγγελικής λειτουργού που έκριναν ότι δεν πρέπει να προφυλακιστεί, μετά την απολογία του, ο δικηγόρος Απόστολος Λύτρας για το κακούργημα της ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος της συζύγου του.
Το πλήρες κείμενο της ανακοίνωσης της Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ, έχει ως εξής:
«Η ανεξαρτησία του δικαστικού λειτουργού, δικαστή και εισαγγελέα, όταν ασκεί τα αθήκοντά του ανήκει στα μεγάλα, κρίσιμα και πολύτιμα του κρατικά οργανωμένου συλλογικού μας βίου. Γι’ αυτό, η Ένωσή μας νιώθει την ανάγκη να λάβει, και αυτή, θέση έναντι της αναγγελίας ότι θα ασκηθεί πειθαρχικός έλεγχος σε δικαστή και εισαγγελέα για την κρίση που εξέφεραν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Ο δικαστής και ο εισαγγελέας, όταν ασκούν τα καθήκοντά τους, δεν είναι ασύδοτοι. Ενεργούν σύμφωνα με τον νόμο, ακόμα και όταν αυτός δεν είναι σαφής. Όμως, η δικανική κρίση δεν υπακούει σε κανενός είδους αυτοματισμό. Πάντοτε είναι αποτέλεσμα ερμηνείας λέξεων και πραγμάτων, των λέξεων του νόμου και των κάθε φορά επιδίκων πραγμάτων.
Όπως και αν ορισθεί η έννοιά της, η “νομική”, “δικανική αλήθεια” είναι αυτή την οποία αναζητεί ο δικαστής και ο εισαγγελέας. Το αποτέλεσμα της αναζήτησης αυτής δεν είναι πάντα αδιαμφισβήτητο, και ενίοτε είναι εσφαλμένο.
Το ενδεχόμενο η δικανική κρίση να είναι εσφαλμένη εγείρει το ζήτημα πώς θα διακριβωθεί το σφάλμα και θα αναζητηθεί η ενδεχόμενη ευθύνη του δικαστικού λειτουργού που την εξέφερε.
Ένας από τους τρόπους διακριβώσεως του σφάλματος και αποδόσεως ευθύνης είναι ο πειθαρχικός έλεγχος. Ο έλεγχος αυτός, λόγω της δραστικότητάς του, αν δεν ασκηθεί μόνο τότε που είναι απολύτως αναγκαίος, ενέχει τον κίνδυνο να πλήξει εκείνον τον συνταγματικώς κατοχυρωμένο θεσμό πάνω στον οποίο θεμελιώνονται το δικαστικό σύστημα και η απονομή δικαιοσύνης σε ένα ευνομούμενο κράτος, σε ένα κράτος δικαίου: τη δικαστική ανεξαρτησία.
Ο δικαστής και ο εισαγγελέας ελέγχονται πειθαρχικώς μόνον όταν η κρίση τους δεν είναι απλώς εσφαλμένη, αλλά παραβιάζει, κατάφωρα και υπαίτια, τα όρια τα οποία χαράσσουν τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής.
Εκείνο το οποίο είναι επιτακτικά αναγκαίο να μη λησμονείται ποτέ, ούτε στιγμή, είναι τούτο: Το κριτήριο και το μέτρο του ανωτέρω δικανικού σφάλματος δεν επιτρέπεται να καθορίζονται με γνώμονα το κοινό περί δικαίου αίσθημα και τις, συχνότατα ευμετάβολες, διαθέσεις της κοινής γνώμης. Και τούτο διότι μόνη πηγή νομιμοποιήσεως της δικαστικής λειτουργίας του Κράτους είναι το Σύνταγμα και οι μη παραβιάζοντες αυτό νόμοι».