Η κακή διατροφή γίνεται ο “νέος κανόνας” παγκοσμίως, με την παχυσαρκία να καταγράφει αύξηση σχεδόν παντού και τον υποσιτισμό να συνεχίζει να πλήττει τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη, σύμφωνα με έκθεση που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Η διεθνής κοινότητα δεν θα καταφέρει να θέσει τέλος στην κακή διατροφή έως το 2030 εάν δεν δράσει πιο αποφασιστικά, εκτιμούν οι συντάκτες της Παγκόσμιας Έκθεσης για τη Διατροφή, που εκπονήθηκε από διεθνή ομάδα ειδικών χρηματοδοτούμενη από φιλανθρωπικά ιδρύματα και δημόσιους οργανισμούς.
Τουλάχιστον 57 από τις 129 χώρες που περιελήφθησαν στη μελέτη παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα τόσο υποσιτισμού –κυρίως διαταραχές της ανάπτυξης και αναιμία– όσο και παχύσαρκων και υπέρβαρων ενηλίκων, σημειώνει η έκθεση.
“Ένας άνθρωπος στους τρεις υποφέρει από κακή διατροφή”, σημειώνει ο Λόρενς Χάνταντ, συμπρόεδρος της ομάδας που συνέταξε την έκθεση και ερευνητής στο Διεθνές Ινστιτούτο Έρευνας για τις Διατροφικές Πολιτικές, αναφέρει σε ανακοίνωση.
“Ζούμε σε έναν κόσμο όπου η κακή διατροφή είναι ο νέος κανόνας. Όλοι πρέπει να πούμε ότι αυτό είναι απαράδεκτο”.
Η κακή διατροφή ευθύνεται σχεδόν για σχεδόν τους μισούς θανάτους παιδιών μικρότερων των πέντε ετών και, σε συνδυασμό με την ακατάλληλη διατροφή, συνιστά τον πρώτο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, σύμφωνα με την έκθεση.
Η μελέτη επισημαίνει ότι οι παχύσαρκοι και οι υπέρβαροι άνθρωποι αυξάνονται σε κάθε περιοχή του κόσμου και σχεδόν σε κάθε χώρα, μια διαπίστωση που συνιστά “κολοσσιαία πρόκληση”.
Ο αριθμός των υπέρβαρων παιδιών μικρότερων των 5 ετών πλησιάζει πλέον τον αριθμό των ατόμων που έχουν πολύ μικρό βάρος σε σχέση με το ύψος τους.
“Δεν είμαστε σε καλό δρόμο για την επίτευξη των διατροφικών στόχων”, αναφέρει η έκθεση. Ο ΟΗΕ όρισε στους στόχους του για την αειφόρο ανάπτυξη το 2015 “το τέλος σε κάθε μορφής κακής διατροφής” έως το 2030.
Παράδειγμα της καθυστέρησης, η μείωση της αναιμίας εξελίσσεται με τόσο βραδύ ρυθμό που ο στόχος θα επιτευχθεί το 2130, αντί το 2030. Στόχος των μελών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) είναι η μείωση κατά 50% της αναιμίας στις γυναίκες έως το 2025.
Ωστόσο πρόοδος έχει επιτευχθεί. Για παράδειγμα, μειώνεται παντού ο αριθμός των καχεκτικών παιδιών μικρότερων των πέντε ετών, εκτός από την Αφρική και την Ωκεανία.
Μικρές αλλαγές θα μπορούσαν να βάλουν πολλές χώρες σε καλό δρόμο για την επίτευξη των διατροφικών στόχων. “Το κλειδί για την επιτυχία είναι η πολιτική δέσμευση”, σημειώνει ο Λόρενς Χάνταντ.
Σε δημοσιονομικό επίπεδο, θα πρέπει να δαπανηθούν 70 δισεκατομμύρια δολάρια για την επίτευξη των στόχων για τη μείωση των διαταραχών στην ανάπτυξη, του σοβαρού υποσιτισμού και της αναιμίας και για τη διάδοση του θηλασμού.
Η Παγκόσμια Έκθεση για τη Διατροφή είναι μια ετήσια αξιολόγηση των διατροφικών στόχων που υιοθετήθηκαν το 2013 από τα μέλη του ΠΟΥ με ορίζοντα το 2025.