Οι μεταρρυθμίσεις έφεραν τη φτώχεια στην Ελλάδα. Ο τίτλος αυτός δεν προέρχεται από κάποια ομιλία του Αλέξη Τσίπρα, αλλά από άρθρο της γερμανικής εφημερίδας Die Welt. Είναι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το γερμανικό Ίδρυμα Hans Böckler.
Η μελέτη (εδώ στα αγγλικά) αριθμεί 137 σελίδες και υπογράφεται από δύο Έλληνες, τον Τάσο Γιαννίτση και τον Σταύρο Ζωγραφάκη. Τα αποτελέσματα της έρευνας είναι αποκαλυπτικά:
α) Οι μειώσεις μισθών ήταν πολύ μεγαλύτερες από αυτές που χρειάζονταν για να γίνει ανταγωνιστική η ελληνική οικονομία.
β) Το βάρος της κρίσης το σήκωσαν τα κατώτερα στρώματα και οι μικρομεσαίοι. Συγκεκριμένα, η φορολόγηση των χαμηλότερων στρωμάτων αυξήθηκε κατά 337,7% σε σχέση με το 2008. Αντίθετα, η φορολόγηση των ανώτερων στρωμάτων αυξήθηκε μόλις κατά 9%. Τα μη προνομιούχα νοικοκυριά έχασαν μέσα στην κρίση το 86% του συνολικού τους εισοδήματος, ενώ οι πιο εύπορες οικογένειες μόλις το 16% με 20%.
Το Ίδρυμα Hans Böckler επικρίνει τις ελληνικές κυβερνήσεις και τους διεθνείς πιστωτές για αντικοινωνική και μυωπική πολιτική, για «ιδεολογική ακαμψία», όχι μόνο για την άνιση κατανομή των βαρών αλλά και για την ανυπαρξία ενός πλάνου για την προστασία των κοινωνικών στρωμάτων που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση. Πέρα από τα παραπάνω, η κριτική του ιδρύματος επικεντρώνεται στο ότι οι πολιτικές λιτότητας αφάνισαν τα εισοδήματα των μικρομεσαίων και οδήγησαν έτσι στην κατάρρευση της κατανάλωσης επιτείνοντας τον φαύλο κύκλο της ύφεσης και αφήνοντας πολύ μικρά περιθώρια ανάκαμψης.
Οι αριθμοί δείχνουν πως η σκληρή και κοινωνικά άνιση λιτότητα συνέθλιψε εκατομμύρια ανθρώπους στην Ελλάδα, είπε ο Γκούσταβ Χορν, επικεφαλής του Ινστιτούτου Μακροοικονομικής Έρευνας (ΙΜΚ).
Η μελέτη της ελληνικής κρίσης και των συνεπειών της στην κοινωνία, εισήγαγε άλλον ένα καινοτόμο δείκτη. Τον δείκτη απόγνωσης κάθε νοικοκυριού, που αυξάνεται ανάλογα με πόσα μέλη της κάθε οικογένειας είναι άνεργα και δείχνει πώς μέσα σε 4 χρόνια, το προφίλ του απελπισμένου ανέργου άλλαξε. Συμπεριέλαβε όλο και περισσότερους ανθρώπους πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, ηλικίας 25-40 ετών.
Για τις ανάγκες της έρευνας, το Ινστιτούτο, μελέτησε ένα δείγμα 260.000 νοικοκυριών, από το 2008 εώς το 2012.
Πηγή: huffingtonpost.gr