Το αργότερο έως τον Νοέμβριο θα αποδοθεί στο κοινό το Φετιχιέ Τζαμί, γεγονός που θα προσθέσει ακόμη ένα συντηρημένο μνημείο στη Ρωμαϊκή Αγορά, μετά την πρόσφατη αποκατάσταση του Ωρολογίου Κυρρήστου (Αέρηδες), το οποίο, πλέον, είναι επισκέψιμο και στο εσωτερικό του.
Όπως πληροφόρησε το ΑΠΕ-ΜΠΕ η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών, Ελένη Μπάνου, με την απόδοσή του, το Φετιχιέ Τζαμί θα καταστεί επισκέψιμο ως μνημείο, αλλά και ως χώρος όπου θα πραγματοποιούνται κατά διαστήματα περιοδικές εκθέσεις και άλλες δράσεις, οι οποίες θα σχετίζονται με την Αθήνα και τα μνημεία της. Συγκεκριμένα, η πρώτη δράση θα αφορά έκθεση ζωγραφικής μαθητών γυμνασίου με θέμα τα Γλυπτά του Παρθενώνα, η οποία θα συνοδεύεται και από κείμενα για την Αθήνα του 19ου αιώνα. Η έκθεση θα πραγματοποιηθεί, πιθανότητα, εντός του Ιανουαρίου 2017.
Η αποκατάσταση του μνημείου έγινε από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, με στόχο την αντιμετώπιση δύο βασικών αναγκών του: Την άρση μίας σειράς προβλημάτων μορφολογικού χαρακτήρα και την επίλυση των συσσωρευμένων προβλημάτων φθορών και βλαβών που είχαν καταγραφεί στο κτίριο. Έτσι, αναδείχθηκαν όλα εκείνα τα σημαντικά μορφολογικά στοιχεία του μνημείου, που αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά της οθωμανικής περιόδου στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας.
Το Φετιχιέ Τζαμί, γνωστό και ως Τζαμί του Σταροπάζαρου, βρίσκεται εντός του αρχαιολογικού χώρου της Ρωμαϊκής Αγοράς και έχει χαρακτηρισθεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Η ίδρυσή του, αρχικά, συνδέθηκε με την επίσκεψη του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή στην Αθήνα, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ως κτίσμα του 1458. Ωστόσο, νεώτερες μελέτες, σε συνδυασμό με ανασκαφικά δεδομένα, οδήγησαν στην εκ νέου χρονολόγησή του και την ένταξή του στο β’ μισό του 17ου αι., πιθανότερα μεταξύ των ετών 1668-1670. Το μνημείο είναι κτισμένο σύμφωνα με τον αρχιτεκτονικό τύπο του «quatrefoil» ή «clover-leaf-cross-in-square», καθώς ο ευρύς κεντρικός τρούλος του στηρίζεται με τη βοήθεια τεσσάρων τεταρτοσφαιρίων σε σταυροειδή διάταξη.
Το μνημείο ανεγέρθηκε στον χώρο των καταλοίπων δρομικού ναού βυζαντινών χρόνων άγνωστης ονομασίας, από τον οποίο ορατό σήμερα είναι μόνον τμήμα του, που δεν σώζεται σε ικανό ύψος. Πρόκειται για μία βασιλική, αρχικά μονόκλιτη, η οποία μεταγενέστερα επεκτάθηκε και μετατράπηκε σε τρίκλιτη. Αρχικά, χρονολογήθηκε στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους από τον Παύλο Λαζαρίδη, ο οποίος διενήργησε την πρώτη ανασκαφική έρευνα στον χώρο της μεταξύ των ετών 1963 και 1964, ενώ έχει προταθεί ακόμα ο 7ος αι. και η πρώιμη μεσοβυζαντινή περίοδος. Το 2010 ο καθηγητής Χαράλαμπος Μπούρας, με βάση τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της, τοποθέτησε την κατασκευή της τον 8ο-9ο αι., άποψη που είναι γενικά αποδεκτή. Μετά την οθωμανική κατάκτηση, σύμφωνα με τα αποτελέσματα ανασκαφικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε το 2002, η χριστιανική βασιλική ή τμήμα της, τουλάχιστον, πιθανότατα κατά τον 15 αι., με τη διαμόρφωση της κεντρικής κόγχης του ιερού βήματος του ναού σε μιχράμπ, μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος, που ίσως λειτουργούσε έως την ανοικοδόμηση του ιστάμενου Φετιχιέ Τζαμιού, οι εργασίες ανάδειξης και αποκατάστασης του οποίου ολοκληρώθηκαν πρόσφατα από τις υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.