Η μελέτη της θρησκείας στην Ελλάδα αποτελεί ένα μάλλον παραμελημένο πεδίο, τόσο σε επίπεδο ερευνών κοινής γνώμης όσο και ακαδημαϊκά.
Κατά το παρελθόν έχουν υπάρξει έρευνες κοινής γνώμης που αφορούν τη θέση και τον ρόλο της θρησκείας στην κοινωνία, αλλά και έρευνες με επίκεντρο τη νεολαία που περιλαμβάνουν τη θρησκευτική διάσταση, αλλά στοχευμένη έρευνα σε αυτό το πεδίο δεν έχει πραγματοποιηθεί. Η έρευνα του «Σημείου για τη μελέτη & την αντιμετώπιση της ακροδεξιάς» διεξήχθη κατά το χρονικό διάστημα 22–27 Οκτωβρίου 2021 σε δείγμα 451 νέων, ηλικίας 17-34 ετών, μέσω ηλεκτρονικού δομημένου ερωτηματολογίου με κάλυψη του συνόλου της επικράτειας.
Αφενός να διερευνηθεί η στάση των νέων απέναντι στον δημόσιο λόγο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας επί μιας σειρά ζητημάτων σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις θρησκευτικές και κοινωνικές προκαταλήψεις, τον ρατσισμό και τον εθνικισμό. Αφετέρου να διερευνηθεί η ενδεχόμενη επίδραση του εκκλησιαστικού λόγου στους νέους και τις νέες. Ταυτόχρονα, βέβαια, προέκυψαν και αρκετά ενδιαφέροντα ευρήματα ως προς αυτό που συνήθως ονομάζεται θρησκευτικότητα.
Προτού προχωρήσουμε, όμως, στον σχολιασμό των ευρημάτων κρίνεται σημαντική η ακόλουθη διευκρίνιση. Στο επίκεντρο της έρευνας και της ανάλυσης τέθηκε ο επίσημος λόγος της Εκκλησίας, όπως αυτός κατά καιρούς έχει εκφραστεί από Μητροπολίτες και Αρχιεπισκόπους ή από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και λόγοι εντός της Εκκλησίας, λιγότερο ηγεμονικοί σε μακρο-επίπεδο, όπως θεολόγων ή κατώτερων κληρικών που ενδέχεται να διαφέρουν σημαντικά. Θα πρέπει, παρά ταύτα, να υπογραμμιστεί ότι σε μικρο-επίπεδο (π.χ. χωριού, κοινότητας ή ακόμα και γειτονιάς) ενδέχεται ο λόγος κατώτερων κληρικών να ασκεί ισχυρότερη επιρροή συγκριτικά με εκείνον της Ιεράς Συνόδου ή του Αρχιεπισκόπου, για παράδειγμα.
Επιπλέον, αν και τα πειράματα με τη χρήση λόγου που επιλέχθηκαν για την έρευνα προέρχονταν αποκλειστικά από ανώτερους κληρικούς, εντούτοις αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι ανώτεροι κληρικοί υιοθετούν και αναπαράγουν αυτού του είδους τους λόγους ούτε ότι οι λόγοι αυτού του είδους δεν αναπαράγονται από κατώτερους κληρικούς. Κατά συνέπεια, η παρούσα έρευνα δεν παραγνωρίζει το γεγονός ότι ο λόγος της Εκκλησίας δεν είναι ενιαίος και ομοιόμορφος και ότι υφίστανται εσωτερικές διαφοροποιήσεις, αν και το κύριο ενδιαφέρον είναι να εξετάσει κανείς πώς εκλαμβάνεται από τη νεολαία αυτός ο λόγος, που έχει χαρακτηριστεί ως ακραίος, οπισθοδρομικός ή ρατσιστικός.