Ο Ένιο Μορικόνε, ο ιταλός συνθέτης που συνέβαλε στο να γίνουν γνωστά τα “σπαγγέτι γουέστερν” χάρη στη μουσική του, πέθανε σε ηλικία 91 ετών, μετέδωσε πριν από λίγο το ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων ANSA.
Ο Μορικόνε έγραψε την μουσική για περίπου 400 ταινίες, αλλά συνέδεσε κυρίως το όνομά του με τον σκηνοθέτη Σέρτζιο Λεόνε, με τον οποίο συνεργάστηκε στα “σπαγγέτι γουέστερν” με πρωταγωνιστή τον Κλιντ Ίστγουντ την περίοδο του 60, αλλά και στην ταινία “Κάποτε στην Αμερική”.
Το ANSA μετέδωσε ότι ο Μορικόνε, ο οποίος τιμήθηκε με δύο Όσκαρ και δεκάδες άλλα βραβεία, περιλαμβανομένων Χρυσών Σφαιρών, Γκράμι και BAFTA, είχε υποστεί κάταγμα στον μηρό πριν από λίγες ημέρες έπειτα από πτώση και πέθανε στη διάρκεια της νύχτας σε κλινική της Ρώμης, όπου νοσηλευόταν.
Ο Μορικόνε, που βραβεύτηκε με Όσκαρ το 2016 για το γουέστερν του Κουέντιν Ταραντίνο “Οι Μισητοί Οκτώ”, ενώ το 2007 είχε τιμηθεί από την Ακαδημία για την συνολική του προσφορά στον κινηματογράφο, έγραψε μουσική για όλα τα είδη ταινιών –από ταινίες τρόμου μέχρι κωμωδίες– και κάποιες από τις συνθέσεις του είναι πιο διάσημες από τις ίδιες τις ταινίες στις οποίες ακούστηκαν.
Αρχικά είχε αρνηθεί να υπογράψει την μουσική επένδυση της ταινίας του Ταραντίνο, αλλά στη συνέχεια άλλαξε γνώμη και απαίτησε από τον Ταραντίνο να του επιτρέψει την “απόλυτη ρήξη με το ύφος (της μουσικής) για ταινίες γουέστερν που έγραφα πριν από 50 χρόνια”.
Ο Μορικόνε υπέγραψε την μουσική, όχι μόνο για εκατοντάδες ταινίες, αλλά και για τηλεοπτικές σειρές, ενώ έγραψε επίσης ορχηστρική μουσική και δημοφιλή τραγούδια.
Στις ταινίες για τις οποίες έγραψε μουσική περιλαμβάνεται η αποκαλούμενη “Τριλογία του Δολαρίου”: “Για μια χούφτα δολάρια”, ” Μονομαχία Στο Ελ Πάσο” και “Ο Καλός, Ο Κακός και ο Άσχημος”.
Χρησιμοποίησε αντισυμβατικά μουσικά όργανα όπως εβραϊκή άρπα, τρομπέτες μαριάτσι, αγγλικό κόρνο και οκαρίνα (ένα πνευστό μουσικό όργανο που μοιάζει με φλογέρα αλλά έχει σχήμα αβγού).
Η μουσική του συνοδευόταν από φυσικούς ήχους, όπως σφυρίγματα, ήχοι από χτύπημα μαστιγίου, κρότος όπλου και ήχοι εμπνευσμένοι από άγρια ζώα, περιλαμβανομένων των κογιότ.
Προσπάθησε να αποβάλει την σύνδεση του ονόματός του με τα σπαγγέτι γουέστερν υπενθυμίζοντας στο κοινό –κυρίως εκτός Ιταλίας– ότι είχε μια πολύ δημιουργική και παραγωγική ζωή πριν και μετά τις ταινίες που έκανε με τον φίλο του, τον Σέρτζιο.
ΖΟΥΡΛΟΜΑΝΔΥΑΣ
“Είναι ένας ζουρλομανδύας. Δεν καταλαβαίνω πώς, έπειτα από όλες τις ταινίες που έχω κάνει, ο κόσμος εξακολουθεί να σκέφτεται το ‘Για μια χούφτα δολάρια’. Ο κόσμος έχει κολλήσει στο παρελθόν, πριν από 30 χρόνια”, έλεγε το 2007 στο Reuters ο ”Μαέστρο”, όπως ήταν γνωστός στην Ιταλία.
“Η παραγωγή μου για ταινίες γουέστερν είναι ίσως 7,5 ή 8% του συνολικού μου έργου”, σημείωνε.
Ένα από τα πιο εμβληματικά του σάουντρακ ήταν για την ταινία του 1986 “Η Αποστολή” του Ρόλαντ Τζόφι, για την οποία προτάθηκε για Όσκαρ και βραβεύτηκε με Χρυσή Σφαίρα.
Για να ντύσει μουσικά την ταινία που αναφερόταν στις αποστολές των Ιησουιτών στη Νότια Αμερική τον 18ο αιώνα, ο Μορικόνε χρησιμοποίησε χορικά από λειτουργίες ευρωπαϊκού τύπου και τύμπανα ιθαγενών για να επικοινωνήσει την μέθεξη του νέου με τον παλιό κόσμο.
Μια άλλη κλασική ταινία που δεν ήταν γουέστερν, αλλά είχε σκηνοθετήσει ο Λεόνε, ήταν το “Κάποτε στην Αμερική” του 1984, το οποίο αφηγείτο την ιστορία φτωχών εβραιόπουλων της Νέας Υόρκης, που μεγαλώνοντας έγιναν μαφιόζοι στην εποχή της Ποταπαγόρευσης.
Στην Ιταλία ο Μορικόνε έγινε στενός φίλος του σκηνοθέτη Τζουζέπε Τορνατόρε και έγραψε τη μουσική για την ταινία του “Σινεμά ο Παράδεισος”. Η ταινία αυτή βραβεύτηκε με Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1989.
Ο Μορικόνε συνέθεσε επίσης την μουσική για την ταινία του Μπράιαν ντε Πάλμα ”Οι Αδιάφθοροι” (1987), για την ταινία του Μπάρι Λέβινσον “Μπάγκσι” και για την ταινία της Μαργκρέτε φον Τρότα “Σιωπή”.
ΤΑΛΕΝΤΟ ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΣ
Γεννημένος το 1928 στην Ρώμη, όταν την Ιταλία κυβερνούσε ο δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι, ο Μορικόνε έμαθε μουσική από τον πατέρα του, ο οποίος έπαιζε τρομπέτα σε μικρές ορχήστρες.
Ξεκίνησε να συνθέτει από έξι χρονών. Στα δέκα του γράφτηκε στο Ωδείο της Ρώμης για να μελετήσει τρομπέτα, χορωδιακή μουσική και σύνθεση και αργότερα επιλέχτηκε για να συμμετάσχει στην έγκριτη Ακαδημία της Σάντα Σετσίλια.
Άρχισε την καριέρα του γράφοντας μουσική για το θέατρο και για ραδιοφωνικές εκπομπές και αργότερα έγινε ενορχηστρωτής σε στούντιο ηχογράφησης για δισκογραφικές εταιρείες και συνεργάστηκε με ορισμένους από τους πιο γνωστούς αστέρες της ιταλικής ποπ της περιόδου 50 -60.
Έγραψε μουσική για λογαριασμό άλλων συνθετών για πολλές ταινίες προτού υπογράψει με το δικό το όνομα την επένδυση της ταινίας του Λουτσιάνο Σάλτσε “Ο φασίστας”, το 1961.
Η επιτυχία του με τον Λεόνε, με τον οποίο υπήρξαν συμμαθητές, τον έκανε έναν από τους πιο περιζήτητους συνθέτες στον κινηματογράφο με σκηνοθέτες από όλον τον κόσμο να του χτυπούν την πόρτα: Τζον Χιούστον, Τζον Μπούρμαν, Τέρενς Μάλικ, Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, Μπάρι Λέβινσον, Γουόρεν Μπίτι, Όλιβερ Στόουν, Ρομάν Πολάνσκι και Φράνκο Τζεφιρέλι.
Ο ίδιος είχε πει ότι είχε μετανιώσει που δεν συνεργάστηκε ποτέ με τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ.
“Με είχε καλέσει για να γράψω μουσική για το Κουρδιστό Πορτοκάλι και είχα δεχτεί. Δεν ήθελε να έρθει στην Ρώμη γιατί δεν του άρεσαν τα αεροπλάνα. Και μετά τηλεφώνησε στον Σέρτζιο (Λεόνε), ο οποίος τού είπε ότι ήμουν απασχολημένος συνεργαζόμενος με εκείνον. Δεν με ξαναπήρε ποτέ”, είχε πει κάποτε ο Μορικόνε.
Ήταν ένας από τους λίγους Ιταλούς που έγινε θρύλος του Χόλιγουντ χωρίς να ζει εκεί. Όπως είχε ο ίδιος εκμυστηρευτεί, ένα στούντιο τού είχε κάποτε προσφέρει μια πολυτελή έπαυλη στην Καλιφόρνια, αλλά εκείνος είχε απορρίψει την πρόταση.
“Όλοι οι φίλοι μου είναι εδώ, όπως και πολλοί σκηνοθέτες που με αγαπούν και εκτιμούν την δουλειά μου. Η Ρώμη είναι το σπίτι μου”, έλεγε.
Ο Μορικόνε παντρεύτηκε το 1956 την Μαρία Τράβια. Απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τρεις γιους και μια κόρη.