Η Ελλάδα έχει σήμερα έναν από τους πιο γερασμένους πληθυσμούς στην Ευρωζώνη, μία τάση που αναμένεται να συνεχισθεί και τις επόμενες δεκαετίες, σύμφωνα με στοιχεία άρθρου που δημοσιεύεται στο οικονομικό δελτίο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Το άρθρο των Carolin Nerlich και Joachim Schroth, με τίτλο «Η οικονομική επίπτωση από τη γήρανση του πληθυσμού και συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις», εξετάζει τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές συνέπειες από τη γήρανση του πληθυσμού στην Ευρωζώνη και εξετάζει πώς οι συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις μπορεί να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών.
Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Eurostat, η γήρανση του πληθυσμού αναμένεται να συνεχισθεί και να ενταθεί τις επόμενες δεκαετίες στην Ευρωζώνη. «Αυτή η συνεχιζόμενη διαδικασία, που προκύπτει από τις αυξήσεις του προσδόκιμου ζωής και τα χαμηλά ποσοστά γεννήσεων, αναμένεται ευρέως να οδηγήσει σε μία μείωση της προσφοράς εργασίας και απώλεια παραγωγικότητας, καθώς και σε αλλαγές στη συμπεριφορά, και είναι πιθανόν να έχει δυσμενές αποτέλεσμα στον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης», αναφέρει το άρθρο.
Ο συνολικός πληθυσμός της Ευρωζώνης προβλέπεται να αυξηθεί από 340 εκατομμύρια το 2016 σε περίπου 352 εκατομμύρια το 2040, για να υποχωρήσει στα 345 εκατομμύρια το 2079, σύμφωνα με την Eurostat. Επιπλέον, η διάρθρωση του πληθυσμού της αναμένεται επίσης να αλλάξει, καθώς η γήρανση του πληθυσμού θα συνεχίζεται και θα ενισχύεται. Το μέσο ποσοστό γεννήσεων στην Ευρωζώνη ανέρχεται σήμερα στο 1,6 που είναι σημαντικά χαμηλότερο από το φυσιολογικό επίπεδο αναπλήρωσης (δηλαδή το επίπεδο που θεωρείται αναγκαίο για να διατηρηθεί σταθερός ο συνολικός πληθυσμός), το οποίο είναι περίπου 2,1. Αν και η Eurostat αναμένει μία μικρή αύξηση των ποσοστών γεννήσεων στις χώρες της Ευρωζώνης, προβλέπει ότι αυτά θα εξακολουθούν να παραμένουν χαμηλότερα από το επίπεδο αναπλήρωσης κατά μέσο όρο. Κατά συνέπεια, θα μειωθεί μελλοντικά το ποσοστό των νέων στον συνολικό πληθυσμό της Ευρωζώνης. Το προσδόκιμο ζωής αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται, αν και βραδύτερα από ό,τι στις τελευταίες δεκαετίες. Το 2070, ο υπόλοιπος προσδόκιμος χρόνος ζωής στην ηλικία των 65 θα είναι κατά μέσο όρο 23,6 χρόνια για τους άνδρες και 26,9 χρόνια για τις γυναίκες – δηλαδή περίπου πέντε χρόνια περισσότερο από σήμερα.
Το ποσοστό εξάρτησης των ηλικιωμένων της ευρωζώνης, που ορίζεται ως το ποσοστό των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών προς τα άτομα ηλικίας 15-64 ετών (το εργατικό δυναμικό), προβλέπεται ότι θα είναι σημαντικά αυξημένο το 2070, φθάνοντας στο 52% από λίγο πάνω από το 30% που ήταν το 2016. «Μία αύξηση του ποσοστού αυτού σημαίνει ότι μειώνεται ο αριθμός των εργαζομένων που αντιστοιχούν δυνητικά σε κάθε συνταξιούχο, εφόσον δεν αλλάξει το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, προκαλώντας σημαντικό δημοσιονομικό βάρος για τις χώρες που συμβαίνει αυτό όσον αφορά τα δημόσια συνταξιοδοτικά τους συστήματα», σημειώνεται στο άρθρο.
Οι χώρες με τα μεγαλύτερα ποσοστά εξάρτησης των ηλικιωμένων (πάνω από 30%) είναι σήμερα η Γερμανία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Φινλανδία. Τα ποσοστά αυτά προβλέπεται να αυξηθούν περισσότερο από 35 ποσοστιαίες μονάδες το 2070 στην Κύπρο, την Πορτογαλία και τη Σλοβακία, με την Πορτογαλία να έχει τότε ένα ποσοστό 67%, που θα είναι το υψηλότερο στην Ευρωζώνη. Ποσοστά εξάρτησης πάνω από το 60% προβλέπεται ότι θα έχουν το 2070 η Ελλάδα, η Ιταλία και η Κύπρος. Αντίθετα, η Ιρλανδία προβλέπεται να έχει τότε το χαμηλότερο σχετικό ποσοστό στην ευρωζώνη, ενώ για το Βέλγιο, την Ισπανία και τη Γαλλία προβλέπονται οι μικρότερες αυξήσεις του.
Αναφορικά με τις συνέπειες της γήρανσης του πληθυσμού στις συντάξεις, το άρθρο της ΕΚΤ αναφέρει τα εξής: «Επιπλέον, οι χώρες της ευρωζώνης προβλέπεται να υποστούν περαιτέρω αυξητική πίεση στις δημόσιες δαπάνες για συντάξεις, υγειονομική περίθαλψη και μακροχρόνια φροντίδα, καθώς ο πληθυσμός γερνά. Αν και πολλές χώρες εφάρμοσαν συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις μετά την κρίση κρατικού χρέους, περαιτέρω μεταρρυθμίσεις φαίνεται να είναι αναγκαίες για να διασφαλισθεί η δημοσιονομική βιωσιμότητα μακροπρόθεσμα. Από την άποψη αυτή, μέτρα που αυξάνουν το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης μπορεί να αναμένεται ότι θα περιορίσουν τις δυσμενείς μακροοικονομικές επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού, καθώς θα έχουν ευνοϊκή επίδραση στην προσφορά εργασίας και την εγχώρια κατανάλωση. Αντίθετα, η αύξηση των εισφορών ή η μείωση των συντάξεων (benefit ratio) θα μπορούσε να έχει μικρότερες μακροοικονομικές συνέπειες».
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)