Το κόμμα σας ζητάει να υπάρξει ρύθμιση, ακόμα και «κούρεμα» για τα χρέη προς το δημόσιο που δημιουργήθηκαν σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά το διάστημα της πανδημίας. Με ποιο τρόπο θα μπορούσε να καλυφθεί αυτή η δαπάνη;
Καταρχάς να δούμε για τι πράγμα μιλάμε. Την περίοδο της πανδημίας δημιουργήθηκαν πολύ μεγάλα νέα χρέη στους πολίτες είτε γιατί βρέθηκαν σε αντικειμενική αδυναμία πληρωμής των υποχρεώσεών τους είτε γιατί τέθηκαν σε εφαρμογή αναβολές πληρωμών από το 2020 στο 2021, είτε γιατί η ίδια η κυβέρνηση επέλεξε να προχωρήσει μόνο με δάνεια προς τις επιχειρήσεις (επιστρεπτέα προκαταβολή) δεσμεύοντάς τες η ίδια σε νέα χρέη. Μια επιχείρηση στην Ελλάδα δεν είχε και άλλη επιλογή: ή θα έπαιρνε το δάνειο της επιστρεπτέας (αν το έπαιρνε) ή δεν θα είχε καμία άλλη βοήθεια. Το αποτέλεσμα είναι ότι με αδρούς υπολογισμούς τα νέα χρέη προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία που δημιουργήθηκαν το 2020 έχουν ξεπεράσει τα 6 δισ., ενώ το χρέος των επιχειρήσεων από την επιστρεπτέα προκαταβολή είναι επιπλέον ήδη πάνω από 5 δισ. Η θέση μας είναι ότι το σύνολο της επιστρεπτέας προκαταβολής θα πρέπει να μετατραπεί σε μη επιστρεπτέα, διότι αυτός ο όγκος χρέους απειλεί τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Εξάλλου σειρά ευρωπαϊκών χωρών ιδίως στη δεύτερη φάση της πανδημίας προχώρησε σε απευθείας επιχορηγήσεις στις επιχειρήσεις για να μείνουν ζωντανές. Εξ αρχής επιμέναμε για την ανάγκη απευθείας επιχορηγήσεων στις επιχειρήσεις και όχι δανείων, τώρα το πρόβλημα εκρήγνυται. Οι δημοσιονομικές δυνατότητες επιτρέπουν αυτή τη μετατροπή. Σε ό,τι αφορά τα χρέη προς εφορία και ασφαλιστικά ταμεία είναι αναγκαία η ρύθμιση με κούρεμα βασικής οφειλής και πληρωμή του υπολοίπου σε δόσεις. Μόνο οι δόσεις πάντως επ’ ουδενί δεν επαρκούν. Σκεφτείτε έναν πολίτη που με το ζόρι επιβιώνει να πρέπει από τον Απρίλιο να πληρώνει επιπλέον και δόσεις για μεγάλα χρέη ή μια επιχείρηση να αποφασίσει αν θα συνεχίσει καταχρεωμένη ή θα κλείσει. Το μοντέλο που προτείνουμε είναι αυτό που υλοποιήσαμε με τις 120 δόσεις προς τα ασφαλιστικά ταμεία το 2019, που περιλάμβανε κούρεμα οφειλής μεσοσταθμικά κατά 65%. Αυτό το σχήμα λειτούργησε και όχι απλώς ανακούφισε τους επαγγελματίες αλλά δεν δημιούργησε και κανένα δημοσιονομικό πρόβλημα. Ακριβώς διότι όταν έχεις φτάσει σε ένα σημείο που οι πολίτες αδυνατούν αντικειμενικά να πληρώσουν, δεν εισπράττεις και ως κράτος τα έσοδα αυτά. Αντιθέτως όταν δημιουργείς ένα ευνοϊκό πλαίσιο για να αποπληρώσουν ένα σημαντικά μειωμένο χρέος σε μικρές δόσεις και η εισπραξιμότητα στο δημόσιο βελτιώνεται. Με άλλα λόγια, αυτά τα 6 δισ. για τα οποία σας μίλησα πιο πάνω δεν υπάρχει περίπτωση να εισπραχθούν. Το μόνο που κάνουν είναι να υπονομεύουν την κατανάλωση, τις επενδύσεις, τις αναπτυξιακές δυνατότητες. Αντιθέτως εάν περικοπεί το χρέος και δημιουργηθεί ένα ευνοϊκό πλαίσιο αποπληρωμής του υπολοίπου, τα έσοδα του δημοσίου όχι απλώς δεν θα καταρρεύσουν αλλά θα βελτιωθούν. Σε κάθε περίπτωση οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας επιτρέπουν τέτοιες ενέργειες καθώς υπάρχει το μαξιλάρι ασφαλείας των 37 δισ. που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ, η αναστολή του συμφώνου σταθερότητας και το έκτακτο πρόγραμμα της EKT που δίνει πρωτόγνωρη ρευστότητα με ιστορικά χαμηλά επιτόκια στα κράτη. Το πρόβλημα είναι ότι εδώ και έντεκα μήνες σχεδόν η κυβέρνηση δεν αξιοποιεί αυτές τις δυνατότητες με τρόπο που να υποβοηθά την ελληνική κοινωνία, αλλά κάνει διαρκώς επιλογές που μας βυθίζουν στην ύφεση.
Εσείς προσωπικά καταγγείλατε την κυβέρνηση ως «λαγό» των τραπεζών, μιλώντας για μεθόδευση, προκειμένου να γίνουν εν κρυπτώ 35.000 πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας. Ποια είναι η δική σας πρόταση για την προστασία της πρώτης κατοικίας;
Η κυβέρνηση εν μέσω πανδημίας ψήφισε έναν πτωχευτικό κώδικα που κατήργησε την μέχρι τότε ισχύουσα προστασία της πρώτης κατοικίας για τα λαϊκά και μεσαία νοικοκυριά, έθεσε ως πρώτη προτεραιότητα τη ρευστοποίηση της περιουσίας των πολιτών για την ικανοποίηση των τραπεζών, προέβλεψε για πρώτη φορά ότι θα πτωχεύουν όχι μόνο οι επιχειρήσεις αλλά και τα φυσικά πρόσωπα, οι μισθωτοί, τα νοικοκυριά και ουσιαστικά κρέμασε πάνω από τους πολίτες την απειλή της έξωσης και της δήμευσης των περιουσιών τους. Μάλιστα η κυβέρνηση επιχειρεί να άρει την προστασία της πρώτης κατοικίας και από δεκάδες χιλιάδες πολίτες που έχουν προσφύγει στον νόμο Κατσέλη και προστατεύονται παρότι η υπόθεσή τους δεν έχει ακόμη εκδικαστεί. Αυτή τη μεθόδευση αποκαλύψαμε και υποχρεώθηκε να δώσει μία παράταση. Μια ολιγοήμερη παράταση βέβαια που παρότι ομολογεί την ενοχή, δεν είναι παρά μια κοροϊδία η οποία δεν αναιρεί τη μεθόδευση. Είναι προφανές τι κάνει η κυβέρνηση. Προσπαθεί πάση θυσία να προχωρήσει τη ρευστοποίηση των περιουσιών για την ικανοποίηση των πιστωτών, και μάλιστα στις πιο δύσκολες κοινωνικά και οικονομικά συνθήκες.
Εμείς ξεκινούμε από τη θέση ότι τα λαϊκά νοικοκυριά δεν πρέπει να απειλούνται με πλειστηριασμούς, η πρώτη κατοικία τους πρέπει να προστατεύεται. Ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται να χρωστούν δεν είναι εν γένει στρατηγικοί κακοπληρωτές και πρέπει να τιμωρηθούν, αλλά ότι υπάρχουν κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που οδηγούν σε αδυναμία πληρωμής κι αυτά ένα κοινωνικό κράτος δικαίου οφείλει να τα βλέπει και να τα αντιμετωπίζει. Στη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εκσυγχρονίσαμε το πτωχευτικό δίκαιο σε αυτή την κατεύθυνση. Σε ό,τι αφορά τη δική μας πρόταση: Χρειάζεται ένα διπλό σύστημα για τη ρύθμιση των χρεών των πολιτών: καταρχάς εξωδικαστικό και αυτοματοποιημένο (πλατφόρμα) ώστε με συγκεκριμένα κριτήρια που θα καλύπτουν τα λαϊκά και μεσαία νοικοκυριά να προκύπτει άμεσα η ρύθμιση της οφειλής και να παρέχεται η προστασία της πρώτης κατοικίας. Θα πρέπει όμως να υπάρχει και δυνατότητα δικαστικής διαδικασίας όπου ο οφειλέτης θα μπορεί να προσφύγει σε περίπτωση μη αποδοχής της εξωδικαστικής ρύθμισης αλλά και ιδιαίτερων άλλων συνθηκών. Ουσιαστικά μιλάμε για έναν συνδυασμό των θετικών στοιχείων του νόμου Κατσέλη με μια πιο αυτοματοποιημένη και γρήγορη διαδικασία. Θα πρέπει να υπάρχουν ειδικές προβλέψεις για τον επαναπροσδιορισμό των χρεών σε εξαιρετικές περιπτώσεις απρόοπτης και σημαντικής μεταβολής των συνθηκών, όπως τώρα για παράδειγμα με την πανδημία. Αυτονόητο είναι ότι χρειάζεται διαφοροποίηση της αντιμετώπισης μιας επιχείρησης απ’ αυτή ενός φυσικού προσώπου. Ειδική μέριμνα χρειάζεται για κατηγορίες μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των αγροτικών, για την προστασία των παραγωγικών περιουσιακών στοιχείων που είναι απαραίτητα για τον βιοπορισμό τους.
Εδώ και αρκετό καιρό έχετε προτείνει ένα «επιθετικό», εμπροσθοβαρές πρόγραμμα στήριξης όσων πλήττονται από την πανδημία. Από τη στιγμή που η πανδημία είναι κοντά έναν χρόνο στη ζωή μας, μήπως είχε εν τέλει δίκιο η κυβέρνηση που επέλεξε τη λήψη σταδιακών μέτρων;
Τα αποτελέσματα του 2020 αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο. Με τη στρατηγική που ακολούθησε η κυβέρνηση, της μη ουσιαστικής στήριξης του εισοδήματος των νοικοκυριών, των εργαζομένων, της επιβίωσης των επιχειρήσεων, οδήγησε τη χώρα να έχει τη μεγαλύτερη ύφεση στην Ευρώπη. Με το να μη δράσει εμπροσθοβαρώς, καταλήξαμε τώρα να έχουμε μια ύφεση που δύσκολα αντιστρέφεται και να πρέπει το κράτος να δαπανήσει πολλαπλάσια, ενώ τα έσοδα έχουν καταρρεύσει. Με τη στρατηγική της η ΝΔ οδήγησε τους εργαζόμενους στην Ελλάδα να υφίστανται την τρίτη μεγαλύτερη μείωση εισοδήματος στην Ευρώπη, και τους χαμηλόμισθους τη δεύτερη μεγαλύτερη μείωση. Τούτο σημαίνει ότι οι πολίτες δεν έχουν καταναλωτική δυνατότητα και δεν μπορεί να στηριχθεί η ζήτηση. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις οδηγούνται σε λουκέτα, ασφυκτιώντας από την έλλειψη ρευστότητας και τη σώρευση χρεών. Αυτή η βαθιά υφεσιακή συνθήκη δημιουργήθηκε από την κυβέρνηση. Ακριβώς λόγω των επιλογών της έχουμε βρεθεί σ’ αυτή τη δεινή θέση κοινωνικά και οικονομικά. Και το χειρότερο είναι ότι έχει υπονομεύσει και τις προϋποθέσεις για γρήγορη ανάκαμψη. Εδώ όμως προφανώς δεν μπορούμε να μιλάμε για σημειακά λάθη και αστοχίες αλλά για μια συνολική στρατηγική αναδιανομής εισοδήματος εις βάρος των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων, στρατηγική αναδιάρθρωσης της αγοράς εργασίας και βίαιης εκκαθάρισης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Θέσεις τις οποίες εξάλλου με αρκετή σαφήνεια αποτυπώνει και το «αναπτυξιακό» σχέδιο της κυβέρνησης, η έκθεση Πισσαρίδη.
Από τις αποφάσεις των καθοδηγητικών οργάνων του κόμματος, γίνεται σαφές ότι προετοιμάζεστε για μία παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Σε ποιες κινήσεις θα πρέπει να προχωρήσει κατά τη γνώμη σας ο ΣΥΡΙΖΑ για να διεκδικήσει με αξιώσεις την νίκη στις ερχόμενες εκλογές;
Χρειάζεται να κινηθούμε υπερεντατικά σε δύο άξονες: την ανάδειξη της άκρως αντικοινωνικής πολιτικής της κυβέρνησης, την πλήρη αποτυχία της στην οικονομία, τις τεράστιες ευθύνες της για τη διαχείριση της πανδημίας, τον αυταρχισμό που επιδεικνύει και τη διαρκή καταστολή των ατομικών δικαιωμάτων, τον ακραίο πελατειασμό της. Είναι σημαντικό όμως να αναδεικνύουμε και ότι όλα τούτα είναι τμήματα μιας συνολικής στρατηγικής, και όχι τυχαία λάθη ή επιμέρους ανικανότητες, και άρα ότι αυτό που βιώνουμε συνολικά σήμερα ως κοινωνία είναι η αποτυχία αυτής της στρατηγικής, η αποτυχία ενός κοινωνικοοικονομικού μοντέλου. Συγχρόνως πρέπει να επικοινωνήσουμε τις δικές μας θέσεις, όχι μόνο τις βραχυπρόθεσμες για την άμεση αντιμετώπιση των επειγουσών αναγκών της κοινωνίας αλλά και το συνολικό μας πρόγραμμα, να μπορέσει το σημαντικό τμήμα της κοινωνίας που σήμερα δυσφορεί με την κυβερνητική πολιτική να δει ότι υπάρχει και άλλος δρόμος. Η σχέση αυτή βέβαια δεν είναι μονόπλευρη, όχι σε ένα κόμμα της Αριστεράς. Δεν εκφωνεί ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κόσμος απλά ακούει. Είναι μια διαδικασία συμπόρευσης και αλληλοεπηρεασμού. Και γι’ αυτό τον λόγο έχει πολύ μεγάλη σημασία το επόμενο δίμηνο που το πρόγραμμα θα συζητηθεί όχι μόνο μέσα στο κόμμα αλλά και στην κοινωνία, τους θεσμικούς φορείς και τους πολίτες, όπως περιγράφει η τελευταία απόφαση του πολιτικού μας συμβουλίου. Και νομίζω ότι αυτή η διαβούλευση θα συμβάλει και στο άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. στην κοινωνία με στόχο η λαϊκή δυσαρέσκεια να μετατραπεί σε πλειοψηφικό ρεύμα για μια νέα αριστερή διακυβέρνηση.
Υπάρχουν προϋποθέσεις για να προχωρήσουν συνεργασίες με άλλες πολιτικές δυνάμεις, έτσι να οδηγηθούμε σε αυτό που στον δημόσιο διάλογο ονομάζεται σήμερα «προοδευτική διακυβέρνηση»;
Στόχος του ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές είναι να είναι πρώτο κόμμα και να ηττηθεί πολιτικά η ΝΔ, για όλους τους λόγους που προανέφερα. Αυτό προϋποθέτει ισχυρές κοινωνικές συμμαχίες με την εργατική τάξη, τη νεολαία, τους μικρομεσαίους, τους επιστήμονες. Προσοχή, δεν μιλάμε εδώ για συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ με αυτές τις κοινωνικές τάξεις, αλλά για μια συμμαχία αυτών των τάξεων μεταξύ τους, την οποία πρέπει να εκφράσει ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα από το πολιτικό του πρόγραμμα, όπως θα το έθετε και ο Νίκος Πουλαντζάς. Από ‘κει και πέρα ξέρετε ότι όλο το προηγούμενο διάστημα υπήρξαν συγκλίσεις σε σειρά ζητημάτων με το σύνολο των δημοκρατικών κομμάτων της αντιπολίτευσης: πτωχευτικός κώδικας, ιδιωτικά κολέγια, πανεπιστημιακή αστυνομία, κοινή δήλωση ΣΥΡΙΖΑ – ΚΚΕ – ΜΕΡΑ25 για το Πολυτεχνείο. Μέσα λοιπόν στην καθημερινή αντιπαράθεση με την κυβερνητική πολιτική προκύπτουν και οι όροι και οι προϋποθέσεις των συγκλίσεων και ο καθένας διαλέγει την όχθη του.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)