Στο Πρωτοδικείο έφτασαν πριν από λίγο για τη δίκη του Πέτρου Φιλιππίδη, η Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, η Λένα Δροσάκη με τον σύζυγο της, Αλέξανδρο Μπουρδούμη, η Πηνελόπη Αναστασοπούλου, η Εβελίνα Παπούλια, η Ζέτα Δούκα και ο Σπύρος Μπιμπίλας.
Ο Πέτρος Φιλιππίδης δεν αναμένεται να παραστεί στο δικαστήριο ενώ παραμένει προφυλακισμένος, κατηγορούμενος για βιασμό κατ’ εξακολούθηση και απόπειρες βιασμών. Ο δικηγόρος του Μιχάλης Δημητρακόπουλος είπε ότι ο πελάτης του δε θα εμφανιστεί στο δικαστήριο καθώς αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. «Λυπάμαι που οι άντρες ηθοποιοί έχουν κρυφτεί», είπε μεταξύ άλλων, χαιρετίζοντας την απόφαση των γυναικών ηθοποιών που θα παραστούν ως μάρτυρες για να καταθέσουν στη δίκη, έστω και κατά του πελάτη του, όπως είπε χαρακτηριστικά.
Για την υπόθεση αναμένεται να εξεταστούν περίπου 10 μάρτυρες μεταξύ των οποίων τρεις γνωστές στο κοινό ηθοποιοί οι οποίες κλήθηκαν από τις παθούσες να εισφέρουν από το βήμα του μάρτυρα γεγονότα που αφορούν τον κατηγορούμενο. Πρόκειται για τις κυρίες Κάτια Δανδουλάκη, Εβελίνα Παπούλια και Λένα Δροσάκη.
Η τελευταία, όπως και άλλες συνάδελφοί της, όπως η Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, έχουν καταγγείλει τον κατηγορούμενο και δημόσια αλλά και στο πειθαρχικό όργανο του ΣΕΗ, για συγκεκριμένες πράξεις και συμπεριφορές οι οποίες ωστόσο δεν ερευνήθηκαν ποινικά λόγω παραγραφών.
Ο Πέτρος Φιλιππίδης καλείται να δικαστεί για έναν βιασμό και δύο απόπειρες βιασμού, πράξεις για τις οποίες τον κατήγγειλαν τρεις συνάδελφοι του οι οποίες κατέθεσαν στο πλαίσιο εισαγγελικής έρευνας ότι ο καλλιτέχνης εκμεταλλεύτηκε τη θέση ισχύος που είχε ως ηθοποιός, σκηνοθέτης και θιασάρχης.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο που έχει συνταχθεί σε βάρος του, ο ηθοποιός φέρεται να βίασε μία συνάδελφο του το 2008, πράξη που έγινε δύο φορές, καθώς και να αποπειράθηκε να βιάσει άλλες δύο ηθοποιούς, το 2010 και το 2014. Σε δύο από τις περιπτώσεις οι πράξεις τελέστηκαν μέσα στο καμαρίνι του, όπου για επαγγελματικούς λόγους βρέθηκαν εκεί οι συνάδελφοι του, ενώ στην τρίτη περίπτωση επιχείρησε να βιάσει την ηθοποιό μέσα στο αυτοκίνητο του, μετά από επαγγελματικό ραντεβού που είχε με την άνεργη τότε, παθούσα.
Ο ίδιος ο ηθοποιός αρνείται τις κατηγορίες, ισχυριζόμενος πως οι καταγγέλλουσες έχουν στόχο την προσωπική τους προβολή δια της συκοφάντησης του ίδιου.
Ωστόσο, η εκδοχή που επικαλείται δε γίνεται δεκτή από τους δικαστές οι οποίοι στο παραπεμπτικό βούλευμα αποφαίνονται ότι «δεν υφίσταται κίνητρο συκοφάντησης του κατηγορούμενουπροκειμένου (τα θύματα) να αποκτήσουν δημοσιότητα, καθώς έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από τα καταγγελλόμενα και εάν πράγματι ο στόχος των παθουσών ήταν να αποκτήσουν δημοσιότητα, θα είχαν καταγγείλει τις εν λόγω αξιόποινες πράξεις σε προγενέστερο χρονικό διάστημα, όταν βρίσκονταν στο ξεκίνημα της επαγγελματικής τους πορείας».
Κατά την άποψη του δικαστικού Συμβουλίου που έκρινε την υπόθεση, ο κατηγορούμενος εμφανίζει «εξακολουθητική δράση για μεγάλο χρονικό διάστημα (2008 έως 2014) σε βάρος περισσότερων θυμάτων» ενώ επιδείκνυε «ιδιαίτερη σκληρότητα, επιμονή και αναλγησία κατά τις επιθέσεις χωρίς να πτοείται από τη σθεναρή αντίσταση, τις φωνές, τα κλάματα και τον τραυματισμό των παθουσών κατά την απόπειρα διαφυγής τους».
Παράλληλα όπως τονίζεται στο βούλευμα «ήταν αμετανόητος και απτόητος και μετά την τέλεση των πράξεών του απευθύνοντας χυδαίες εκφράσεις και απειλές κατά των θυμάτων του» γεγονός από το οποίο καταδεικνύεται «ιδιαίτερη επικινδυνότητα ως στοιχείο του χαρακτήρα του και σταθερή ροπή του στην τέλεση συναφών εγκλημάτων».