Το ακριβές σημείο ταφής του Πλάτωνα κατέστη δυνατό να εντοπιστεί, σύμφωνα με έρευνα του Ιταλικού Ιδρύματος Ερευνών, η οποία βασίστηκε σε παπύρους της τοποθεσίας Ερκολάνο, κοντά στην Νάπολη.
Σύμφωνα με την έρευνα, με υπεύθυνο τον Ιταλό παπυρολόγο Γκρατσιάνο Ρανόκια, ο Πλάτωνας ενταφιάστηκε στην «Ακαδημία» που φέρει το όνομά του στην Αθήνα, σε κήπο πλησίον του «ναού των Μουσών».
Η σημαντική αυτή ανακάλυψη, σύμφωνα με ό,τι έγινε γνωστό, οφείλεται σε νέα ανάγνωση παπύρου του Φιλόδημου του Επικούρειου, ο οποίος περιέχει την Ιστορία της «Ακαδημίας».
Οι πάπυροι «αναγνώσθηκαν» από βιονικό μάτι, το οποίο, παρά το ότι απανθρακώθηκαν από την έκρηξη του Βεζούβιου το 79 μ.Χ. η οποία κατέστρεψε και την Πομπηία, μπόρεσε να ανακαλύψει τις νέες, χρησιμότατες αυτές πληροφορίες. Η όλη έρευνα ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια και θα ολοκληρωθεί το 2026. Το βιονικό μάτι εντόπισε χίλιες νέες λέξεις, σε σύγκριση με την προηγούμενη, η οποία είχε γίνει το 1991, δηλαδή 30% επιπλέον κείμενο.
Οι Ιταλοί ερευνητές προσθέτουν ότι από την νέα αυτή ανάγνωση «προκύπτει πως ο Πλάτωντας πωλήθηκε ως δούλος ήδη το 404 π. Χ., όταν οι Σπαρτιάτες κατέκτησαν την Αίγινα, ή, ως εναλλακτική περίπτωση, το 399 π. Χ. , αμέσως μετά τον θάνατο του Σωκράτη». Μέχρι τώρα, για το συγκεκριμένο συμβάν γινόταν πάντα αναφορά στο 387 π.Χ. και στην περίοδο κατά την οποία ο Πλάτωνας βρισκόταν στις Συρακούσες της Σικελίας.
Ο εντοπισμός του σημείου ταφής του Πλάτωνα, στην Ακαδημία της Αθήνας, έγινε χάρη σε βιονική ανάγνωση παπύρων που βρίσκονταν στο Ερκολάνο της Κάτω Ιταλίας και απανθρακώθηκαν από την έκρηξη του Βεζούβιου το 79 μ.Χ..
Πρόκειται συνολικά για πάνω από 1.800 παπύρους, με φιλοσοφικά κείμενα, κυρίως του Φιλοδήμου του Επικούρειου. Στην μεγάλη τους πλειοψηφία φυλάσσονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Νάπολης και δεν εκτίθενται στο κοινό διότι θεωρούνται ιδιαίτερα «ευαίσθητα» αρχαιολογικά ευρήματα. Σύμφωνα με την επίσημη καταγραφή, πρόκειται για 1.814 παπύρους και αποσπάσματα, οι 1.756 από τους οποίους ανακαλύφθηκαν το 1855. Χάρη στις προσπάθειες των παπυρολόγων, μέχρι τώρα 340 έχουν αναγνωστεί, 970 θεωρούνται μερικώς κατεστραμμένοι, ενώ περίπου 500 είναι απανθρακωμένα αποσπάσματα.